Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Καλή Χρονιά


Η πεπλοφόρος. Αν δεν έχετε πάει ακόμη στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης, μπορείτε να το κάνετε τώρα - δηλαδή αύριο το πρωί.
Το τέλος του έτους, γενέθλια του παρόντος ιστολογίου, θα μπορούσε να είναι απολογισμού ώρα, δεν είναι...όπως πάντα, χάσκει μία βαλίτσα και αναμένει να κλείσει - κοινώς, δεν προλαβαίνω.
Καλή χρονιά; Αυτή που πέρασε. Κακή όχι, άρα καλή. Καλή Χρονιά! Να είναι αυτή που έρχεται. Εύχομαι να προλαβαίνω-ουμε. Αρκεί.
Με μειδίαμα, αρχαϊκό, όπως της Κόρης, ή μη.

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

ΜΟΡΑΛΗΣ



Πώς ζεις σ' έναν κόσμο που δε θα υπάρχει ούτε Μόραλης;
Και αντιστρόφως: πώς υπήρχε τόσα χρόνια ένας Μόραλης σ' αυτόν τον κόσμο;

Την απάντηση την έλαβα απόψε:
Έκθεση Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας, Τεχνόπολη, σταθμός Κεραμεικός, Γκάζι. Από χτες και ως τις 24-01.
Κατάλογος πληρέστατος 30 ευρώ.
Να πάτε πρωί, ως εικαστικό περίπατο, ας πούμε...
Αντιγράφω από τον Αθήνα 9.84:

Πανελλήνια έκθεση 1.200  παλαιών και νέων καλλιτεχνών, ακαδημαϊκών και καθηγητών της ΑΣΚΤ, με έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής και διακοσμητικής υπό τον τίτλο "Η Ανθρώπινη μορφή στην Τέχνη"  παρουσιάζουν ο Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων και το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος από τις 21 Δεκεμβρίου 2009  έως τις 24 Ιανουαρίου 2010 σε όλους τους χώρους της «Τεχνόπολις» του Δήμου Αθηναίων.
Ενδεικτικά παρουσιάζονται έργα των καλλιτεχνών: Βικάτου, Αργυρού, Γουναρόπουλου, Σώχου, Μπουζιάνη, Παρθένη, Παπαλουκά, Απάρτη, Κεφαλληνού, Κατράκη, Τάσσου, Γραμματόπουλου, Καπράλου, Παππά, Σκλάβου, Νικολάου, Κεσσανλή, Νικολαίδη, Γαΐτη, Καλαμάρα, Αρμακόλα, Τέτση, Μυταρά, Μπότσογλου, Παπαγιάννη, Ρήνα, Παπαδοπεράκη, Μουστάκα,  Κοκκινίδη, κ.ά. Αλλά και έργα των Ιακωβίδη και Ροϊλού, που εκπροσωπούν την προϊστορία της ίδρυσης του Επιμελητηρίου.
Η έκθεση πραγματοποιείται με την οικονομική στήριξη του  Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων.
Κυκλοφορεί κατάλογος - λεύκωμα 640 σελίδων, ο οποίος αποτελεί αποκλειστική χορηγία του Ιδρύματος Παναγιώτη και Έφης Μιχελή.

«Τεχνόπολις»: Πειραιώς 100 ,Γκάζι, τηλ.: 210 3461589
Ημέρες και ώρες λειτουργίας: Δευτέρα - Πέμπτη: 10.00 - 14.00 & 16.00 - 22.00, Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή:10.00 - 22.00
Διαβάζω Atonement, Ian McEwan, είχα δει την ταινία το 2007, κυκλοφορεί στα ελληνικά ως Η εξιλέωση. Λογοτεχνία. Αυτό.
Ακούω χριστουγεννιάτικα με κορυφαίο το Χριστούγεννα του Φοίβου Δεληβοριά, καίτοι δε συντάσσομαι με το "δεν περιμένω όμως τίποτα πια", αλίμονο.



Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

2046


"Before...

  
                   
...when people had secrets
they didn't want to share

  
                   
...they'd climb a mountain

  
                   
They'd find a tree
and carve a hole in it

  
                   
And whisper the secret into the hole

  
                   
Then cover it over with mud

  
                   
That way. nobody else would
ever discover it"
Kar Wai Wong, 2046

Δεν είναι ότι δε γράφω πια στο blog, είναι που δε γράφονται όλα στο blog.

Ακούω 2046, συνθέτης Shigeru Umebayashi.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

ΜΟΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

γιατί μόνο ακούω απόψε, έτσι θέλω. Πάμε:

http://www.youtube.com/watch?v=wlxPMg4IID4, γιατί είναι ήσυχο το βράδυ, παρόλα τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια που έχουν αρχίσει να με εκνευρίζουν απίστευτα και δεν εκφράζουν αυτό που λέμε "η Αθήνα θ' ανάβει σα μεγάλο καράβι". και γιατί το τραγούδησε η Αρλέτα, τελεία και παύλα. Στίχοι: Μαριανίνα Κριεζή Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος.


http://www.youtube.com/watch?v=nn9Ib06uwaE&feature=related, γιατί έτσι. Μουσική/Στίχοι: Γιώργος Θεοφάνους.


http://www.youtube.com/watch?v=H-bajaMwQgs, γιατί ανεβάζει διαθέσεις και θυμίζει κάτι (Army of Lovers?) Μουσική/ Στίχοι: Μύρωνας Στρατής. 


γιατί, εν συνόψει, επιμένουμε. Γιατί μπορούμε.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

όπως  δημοσιεύτηκε στο τεύχος των ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ που κυκλοφορεί.


Δεν της άρεσε το φθινόπωρο. Ακόμα χειρότερα· το μισούσε. Μισούσε που σκοτείνιαζε νωρίς, νωρίτερα από τις αχανείς ημέρες του καλοκαιριού εν πάση περιπτώσει, που έπιανε ένα μικρό κρύο που την έβρισκε απροετοίμαστη, ακόμα παραπέρα, απροστάτευτη, χωρίς ζακετάκι, και προπάντων χωρίς κάποιον να της ρίξει το ζακετάκι  στους ώμους. Μισούσε την κίνηση που άρχιζε ξανά μετά από ένα καλοκαίρι χαύνωσης και άδειας πόλης. Ποτέ δεν έφευγε τα καλοκαίρια. Περίμενε να φύγουν οι άλλοι κι εκείνη έμενε στην άδεια πόλη, τη δική της πόλη, που ήταν σαν από πάντα δική της, όλοι οι άλλοι επείσακτοι στο μυαλό της. Έμενε και περιφερόταν μετρώντας χρόνια και καλύπτοντας χιλιομετρικές αποστάσεις με τα πόδια.
Μετά όμως πάντα ερχόταν το φθινόπωρο. Και δεν έβγαινε πια στους μεγάλους δρόμους της πόλης. Η Βασιλέως Κωνσταντίνου απλωνόταν εχθρική, έτοιμοι όλοι να ξεκινήσουν πριν ανάψει καλά-καλά το φανάρι κι εκείνη τους φοβόταν και περίμενε μέχρι να είναι σίγουρη. Η Βασιλίσσης Σοφίας ούτε λόγος. Έτσι έβγαινε μόνο στα πάρκα, στα άλση, εν πάση περιπτώσει, εκεί που δεν είχε φανάρια, επιθετικότητα και πολλούς ανθρώπους. Είχε μάθει να τους ξεχωρίζει. Οι παλιοί, σαν και του λόγου της, οι νεοαφιχθέντες, αδέξιοι, τρομαγμένοι, βλέμμα χαμηλωμένο ή γουρλωμένα μάτια να θαυμάζουν την πόλη που θα θελήσουν κάποτε να κατακτήσουν και που θα τους καταπιεί χωρίς να το καταλάβουν. Και κυρίως αυτοί σηματοδοτούσαν την έλευση του φθινοπώρου: οι καινούργιοι. Ότι δεν της έφταναν όσοι γύριζαν πίσω, αντί να παρατείνουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές ή στο διηνεκές, όπως ονειρευόταν χρόνια τώρα, και ξάφνου, λέει, να μην υπάρχει άλλος τις, παρά εκείνη να μετρά τα πεσμένα φύλλα και τις ξεθωριασμένες μέρες του Σεπτέμβρη.
Όχι ότι δεν τους ένιωθε τους καινούργιους. Κάποτε υπήρξε μία από αυτούς. Ένα παιδί της επαρχίας που κατέφτασε φρέσκια-φρέσκια γεμάτη όνειρα για ζωή χαρούμενη, για ζωή χωρίς μιζέρια. Προερχόταν από ένα μέρος υγρό, έβρεχε σχεδόν πάντα, με νύχτες πηχτές και ομίχλες βαριές και χειμώνες ατέλειωτους. Και είχε ταυτίσει την Αθήνα με τον ήλιο, τη ζέστη, τη χαρά, την έλλειψη μιζέριας. Αυτό.
Όχι όμως το φθινόπωρο. Τα φύλλα, από τα λιγοστά αναλογικά δέντρα, έπεφταν. Στην αρχή είχε φυτά, πολλά φυτά.  Κάθε που φθινοπώριαζε όμως την έπιανε μια στενοχώρια που έχαναν τα φύλλα τους και πονούσε να τα βλέπει κίτρινα και μαραζωμένα να φυτοζωούν κυριολεκτικά. Μετά τα ξεπάτωσε. Δεν τα χάρισε, τα άφησε να πεθάνουν, όπως είχε πεθάνει μέσα της η διάθεση να το παλέψει. Φθινόπωρο εδώ και πολλά χρόνια σήμαινε κάλτσα το βράδυ, τελευταία είχε βρει ένα ζευγάρι πλεχτές μάλλινες που έκαναν τη δουλειά τους μια χαρά, πιτζάμα μακριά, κατά προτίμηση αλλουνού ξεχασμένη χρόνια, ξεβαμμένη, ξεχειλωμένη, αλλά ανθιστάμενη στη φθορά που είχε εκπαραθυρώσει τον «άλλον», εν αντιθέσει με την τέως πιτζάμα του, νυν δική της, κούπα με κάτι, τσάι, χαμομήλι, νερό, γάλα, ουίσκι, ό,τι, όλα ίδια ήταν, με τα χρόνια τα ‘χε δοκιμάσει όλα κι ήταν πολλά τα χρόνια, και σειρές. Οι καινούργιες σειρές στην τηλεόραση. Οι καινούργιες διαφημίσεις. Οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες φάτσες, οι ίδιες φωνές, οι ίδιες λέξεις.
Και μία κόπωση. Οι καινούργιες ταινίες στο σινεμά. Τελευταία λαχταρούσε θρίλερ. Όσο πιο θρίλερ, τόσο πιο καλά. Τέρμα οι ρομαντικές χαζοκωμωδίες. Τέρμα τα όνειρα. Τέρμα το χάπι έντ. Μόνο τρόμος ως αντίδοτο στον τρόμο του χειμώνα που θα ερχόταν πάλι και θα ήταν ίδιος με τον προηγούμενο και κατά πάσα πιθανότητα και με τον επόμενο. Το φθινόπωρο σε όλη αυτή την κατάσταση έπαιζε το ρόλο του προπομπού. Και μόνον.
Μια φορά αποφάσισε να ξενιτευτεί. Σκέφτηκε «άμα έρθει το φθινόπωρο και δε με βρει εδώ…» - δεν ολοκλήρωσε τη σκέψη της. Αυτό που εννοούσαν ήταν ότι άμα έρθει το φθινόπωρο ερήμην της, μπορεί και να περάσει ανώδυνα. Να την προσπεράσει. Άκουσε για ένα φθινόπωρο που τα φύλλα παίρνουν χίλια χρώματα και είναι σαν πανδαισία και πάνε όλοι και τα βλέπουν δεξιά κι αριστερά στο δρόμο και της φάνηκε τόσο απόλυτα βλακώδες που το βρήκε ιδανικό. Δεν πήγε. Κάτι την κρατούσε σ’ αυτή την πόλη, με τα στραβά της και τ’ ανάποδά της, και κυρίως με την ασφάλεια ότι το χειρότερο φθινόπωρο του κόσμου ήταν εδώ, γιατί να το γυρέψει αλλού;
Δεν τη συγκινούσε το ηλιοβασίλεμα που το ‘χε απλόχερα κάθε μέρα στο μπαλκόνι της. Δε σκιρτούσε με τα χρώματα του ουρανού και τα σχήματα των σύννεφων.  Δε μελαγχολούσε γλυκά με τα διαβατάρικα, τα αποδημητικά πουλιά που περνούσαν πάνω απ’ το κεφάλι της γυρεύοντας τις χώρες του ήλιου, τι, χαζά ήταν; Δεν αποθυμούσε τις μέρες που πήγαινε σχολείο και της αγοράζανε τα καινούργια σχολικά. Και τότε ζόρικο ήταν το φθινόπωρο, πόσο μάλλον τώρα πια.
Τώρα πια προσποιούνταν πως δεν υπήρχε. Κυκλοφορούσε περισσότερο με το μετρό, για να μη βλέπει το φθινόπωρο. Μόνη ανακούφιση οι μέρες που έπαιρνε η πόλη να ντύνεται χριστουγεννιάτικα και δεν υπήρχαν εποχές πια κι ήταν σαν  ψεύτικη, αλλά αυτό αργούσε ακόμη. Γενικώς ήθελε καμουφλάζ, στη ζωή, στην πόλη, στις εποχές. Όταν πρωτοέγινε λόγος για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την κατάργηση των ενδιάμεσων εποχών, μόνο που δε βγήκε στην πλατεία Συντάγματος να πανηγυρίσει. Ήταν φθινόπωρο όταν το άκουσε κι είπε «Θεέ μου, επιτέλους, υπάρχεις». Τελικά, δεν έγινε έτσι. Το φθινόπωρο δεν καταργήθηκε ποτέ, τουναντίον, τα τελευταία χρόνια σαν ενισχυμένο το ‘βλεπε, σαν πιο διεκδικητικό, σαν κάτι περισσότερο από συνήθως να ζητούσε.
Της ζητούσε να ζήσει. Να μην αναβάλλει. Αλλά εκείνη δεν το είχε. Ποτέ δεν το είχε. Διαβιούσε λάθρα, κρυφίως, σιωπηλά, στις γωνίες και στο περιθώριο του βίου των άλλων. Άμυνά της μία ραγισμένη, χριστουγεννιάτικη κόκκινη κεραμική κούπα. Την έβγαζε με το που έμπαινε ο Σεπτέμβρης, την καταχώνιαζε στα έγκατα του ντουλαπιού ό,τι μπουμπούκιαζαν οι αμυγδαλιές. Το είχε σα φυλαχτό, ας πούμε, σα μυστική σκέψη και σα συνταγή επιβίωσης: 22 φθινόπωρα είχε βγάλει με την κούπα αυτή, ραγισμένη απ’ το πρώτο κιόλας, ελαττωματική γαρ, στο τμήμα προσφορών αγορασμένη. Και η συνταγή ήταν απλή: όσο αντέχει η κούπα και δε σπάει, έτσι κι εκείνη· ραγισμένη, αυτό δε χωράει συζήτηση, πλην δε θα σπάει κάθε που μπαίνει το φθινόπωρο, κάθε που ψυχραίνουν οι νύχτες στην πόλη, θα αντέχει, θα το αντέχει κι ως το επόμενο φθινόπωρο, έχει ο Θεός, που ξέρεις, μπορεί μια μέρα να ευτυχήσει και φαντάσου, λέει, αυτή η μέρα να ‘ρθει και να ‘ναι φθινοπωρινή.

NEW YORK, NEW YORK



που λέει και η Λάιζα, ο Φράνκι, ακόμη καλύτερα η Λάιζα μαζί με το Φράνκι, πού αλλού; στο γιουτουμπ. Εδώ το Empire State Building, σήμα κατατεθέν, και ολίγα yellow cabs, επίσης.


Στα καθ' ημάς τώρα: Υπάρχουν κάποιες πόλεις που είναι μαγικές και που, αν και τις έχεις δει ένα τρισεκατομμύριο φορές σε ταινίες, φωτογραφίες, και τις έχεις ακούσει από αφηγήσεις τρίτων, ξεπερνούν τις όποιες προσδοκίες σου όταν πας και κάθε φορά που πας, από την πρώτη ως την εκατοστή πρώτη φορά. Αυτό είναι η πόλη της Νέας Υόρκης. Από την πρώτη φορά, όντας το πρώτο μέρος που επισκέφτηκα στις Η.Π.Α. το σωτήριο έτος 1998, μέχρι την πρώτη φορά μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, μέχρι την πιο πρόσφατη και πιστεύω πια για όσες φορές ακολουθήσουν.

Αν ήθελα να γράψω αναλυτικά περί Νέας Υόρκης δε θα αρκούσε μία ανάρτηση, ούτε καν ένα ιστολόγιο. Η Νέα Υόρκη είναι πλανήτης, είναι η συμπύκνωση του κόσμου σε μία νησίδα που αγοράστηκε κάποτε για 10 δολάρια, και τα πέριξ αυτής, και γι' αυτό ορισμένοι από εμάς ταραχτήκαμε συθέμελα όταν συνταράχτηκε η αγαπημένη πόλη πριν δέκα σχεδόν χρόνια. Ανέφερα κάτι σχετικό και απολύτως παρεμπίπτον στην Ελεγεία, δε νομίζω ότι το πήρε χαμπάρι κανείς, δεν περίμενα να αφορά κανέναν άλλον εκτός από μένα, δεν προοριζόταν για κανέναν άλλον, εκτός από μένα, ήταν και πρόσφατο...


Είναι μια πόλη που χωράει σε μικρή έκταση την οικουμένη. Που έφτιαξε ένα πάρκο απ' το τίποτα και του έχτισε και κάστρο και του έδωσε και λίμνη και ένα boat house που πήγαν first date η Carrie και ο Mr. Big και ήπιαμε κι εμείς ένα κρασί το απόγευμα, αφού περπατήσαμε όλο το πάρκο, αφού βρεθήκαμε απ' το πουθενά σε ιδιωτική ξενάγηση στο The Met, αλλέως πως The Metropolitan Museum of Art, που ναι, φιλοξενεί και αντίγραφα και αγνώστου προελεύσεως, όπως και πολλά άλλα μουσεία, που δεν τα κράζουμε εξίσου, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία που θα την πούμε μια άλλη φορά, όπως λέει και προσφιλής συγγραφεύς. Και μιας και μιλάμε για μουσεία, να πάτε και στο ΜΟΜΑ, και στο Guggenheim, έργο Frank, όχι του Σινάτρα, του αλλουνού, του αρχιτέκτονος, Loving Frank το βιβλίο που περιγράφει την ιστορία του μεγάλου, πλην παράνομου έρωτά του, και το τραγικό τέλος.



Είναι μια πόλη που δε σ' αφήνει να ησυχάσεις και δεν την αφήνεις ήσυχη. Που πας, ας πούμε για sushi και μια συναυλία των Γάλλων Herman Dunne στο Brooklyn και επιστρέφεις, κι εκεί που λες, μα είμαι τόσο πλήρης, βλέπεις το Manhattan από απέναντι και λες, Θεέ, πόση ομορφιά.


Κι επειδή, γνωστό πια, ελπίζω τουλάχιστον, κριτήριό μας η ομορφιά και δεν εξηγούμεθα, δεν απολογούμεθα, οι μη κατέχοντες ας ανοίξουν το κεφάλι τους επιτέλους, ω κόσμε, αυτό που ποτέ δε θα καταλάβω, είναι πως αυτοί οι παίδες καταδέχτηκαν να τινάξουν στον αέρα τόση ομορφιά, πόση απελπισία, πόσο αδιέξοδο, ποτέ μη φτάσουμε, ποτέ. Και πόσο επίκαιρο, αυτές τις μέρες δικάζονται κάποιοι. Oh, well...Εμείς ως άλλοι ήρωες ενός Durrell, ενός Τσίρκα, ενός Χατζόπουλου εσχάτως, διάγουμε βίο μακριά από την ασκήμια του κόσμου ή τουλάχιστον προσπαθούμε με ώτα ερμητικά κλειστά σε ρυπογόνα ακούσματα.


Η Νέα Υόρκη: το Highline Park, ήτοι αποσυρθείσα υπέργεια σιδηροδρομική γραμμή που έγινε πάρκο αντί πεδίο ρίψης μπάζων και προσελκύει παιδάκια, οικογένειες και χαρωπούς τουρίστες αντί τρόμου, αν είναι να μιλήσουμε για μία οργανική αρχιτεκτονική και για αρχιτεκτονική παιδεία, λέω εγώ τώρα...


Το Meatpacking district, παραδίπλα, εκεί που ήσαν τα παλαιά σφαγεία, τα πλακόστρωτα που στέναζαν με το αίμα των βοοειδών και είναι τώρα το Standard Hotel, η Stellla McCartney και το Spice Market του J. J. Vongerichten, να πάτε, το φαϊ λέει, εν γένει ασιατικό, χωρίς συγεκριμένη εθνική ταυτότητα, αλλά προσεγμένο, καλοσυνδυασμένο και φρεσκότατο. Κλείστε εγκαίρως, πηγαίντε νωρίς να αποφύγετε το τουριστομάνι που τρώει από τις εννιάμιση και μετά.


Το αγαπημένο West Village, εστία στο τελευταίο ταξίδι, μια ταράτσα με θέα το Empire State Building κι απ΄την άλλη το ποτάμι, τον ποταμό Hudson, σύνορο Νέας Υόρκης και New Jersey. Και ο περίπατος στο ποτάμι, πρωί Δευτέρας που η πόλη ξυπνάει να πάει στη δουλειά, κι εσύ περιπατείς αμέριμνη γιατί, ω σπάνια στιγμή, δε βρίσκεσαι εκεί για δουλειά! Και στο βάθος το Άγαλμα της Ελευθερίας, στο πολύ βάθος όμως, μα ποτέ να μην έχω πάει στο νησάκι του να το δω από κοντά, νεξτ τάιμ!

Τώρα, ας τα μαζέψω λίγο, που δε μαζεύονται, να καταλήξω στο που θα φάτε, που θα πιείτε. Παντού είναι η απάντηση και τα πάντα: Εκτός από το Spice market, Pastis, ιδιαίτερα γνωστό, απέναντι, δεν πρόλαβα, δεν έχω άποψη, Casa, West Village, βραζιλιάνικο, θα φάτε θεϊκό φαΐ, θα πιείτε την ωραιότερη καϊπιρίνια έβερ, θαμώνες σχεδόν αποκλειστικά Βραζιλιάνοι, μικρό, cozy, απλό, λιτό κι απέριττο, κλείστε από πριν, γιατί είναι πολύ μικρό και το θέλουν όλοι, όσο και σεις.

Sushi tapas bar στο Brooklyn, Bozu inc., ξέρω ακούγεται αηδία, τι σούσι, τι τάπας, αλλά είναι εξαιρετικό, κι αυτό ακριβώς που λέει: όχι σκληροπυρηνικό σούσι, εμείς οι οπαδοί του σασίμι ας κλαίμε, αλλά εξαιρετικό φαγητό εμπνευσμένο από το σούσι και ωραιότατα πολλά σάκε, σερβιρισμένα στη σωστή θερμοκρασία.

Magnolia bakery, διάφορα παραρτήματα σε διάφορα σημεία της πόλης, cupcakes, με ενημέρωσαν ότι τέρμα τα ντόνατς, τέρμα τα κούκις, those in the know τρελαίνονται για cupcakes, δεν τα δοκίμασα, πόσο να φάω πια;

Murray's bagels, η μόνη μου παρηγοριά στο ταξίδι του γυρισμού, ιδιαίτερα κουραστικό και άβολο ταξίδι, ιδιαίτερα γευστικό και αλησμόνητο bagel, ιδιαίτερα αρωματικό cream cheese. Οι ουρές και στα cupcakes και στα bagels έφταναν μέχρι τη γωνία του πεζοδρομίου.

Ένα μεξικάνικο hole-in-the-wall, Tortilla Flats, τέλειο bloody mary, πείτε όχι στα νάτσος, περιοριστείτε σε τορτίγια τσιπς, σάλσα και θεϊκή γκουακαμόλε ολόφρεσκια.

Να πιείτε στο White Horse, επίσης στο Village, όπως και τα παραπάνω, διάσημο για τους Ντίλαν του: Ντίλαν Τόμας και Μπομπ Ντίλαν, δεν τρελάθηκα ποτέ για κανέναν από τους δύο, πήγα ωστόσο, στο δρόμο μου ήταν, γιατί όχι;

Θα σταματήσω, χωρίς να έχω πει ούτε το ένα εκατοστό. Ας πούμε την πρόσκληση σε μία λέσχη γραφής στο Upper East Side και τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις που προέκυψαν, καθώς και η επίσκεψη στο Met, έτσι όπως πρέπει να προκύπτουν τα πράγματα, αβίαστα, φυσικά, όμορφα και κυρίως αναπάντεχα. Ή το cocktail party στο Upper East Side και το ινδικό που ακολούθησε, επίσης αβίαστα, επίσης φυσικά, και με πολύ γέλιο.

Άκουσα πολλές μουσικές, διάβασα δε Ε. Μ. Φόρστερ, Πέρασμα στην Ινδία, άσχετο και Β. Γουλφ, Mrs. Dalloway, επίσης...

Ακολουθεί κάτι διαφορετικό, ωδή στο φθινόπωρο καθώς φθίνοντας δίνει τη θέση του στο χειμώνα και σε καινά ταξίδια.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

HIT THE ROAD



...ελπίζω βέβαια να επιστρέψω, εν αντιθέσει με την αποτροπή του άσματος στο οποίο παραπέμπει ο τίτλος.
Τον χτύπησα το δρόμο και με έδειρε αλύπητα. Διεσχίσθη ο Ατλαντικός, σώα και αβλαβής, με ολίγες αναταράξεις πάνω από τους αρκτικούς πάγους, προκαλεί αναταράξεις ο πάγος; Άβυσσος ο πάγος.

Βανκούβερ, όχι η πόλη, το αεροδρόμιο, που είναι, λέει, αλλού απ' την πόλη, την οποία εν πάση περιπτώσει δεν είδα και δεν προβλέπεται να δω - πάει ο μικρός αδελφός φαντάρος και καλό είναι να ξεσκονίσω τη φανταρική μου ορολογία για παν ενδεχόμενο, είναι και τα διαβάσματά μου σήμερα πολεμικά, βλ. παρακάτω.





Είμαι στο Langley, προάστιο του Βανκούβερ, λέει το Διαδίκτυο και άλλα ανακριβή. Είναι πολίχνη. Όταν δε αντίκρυσα McDonald's απέναντι απ΄ το ξενοδοχείο μου, σκιάχτηκα, αλλά ευτυχώς το ξεπέρασα. Βρέχει και για μας που ζούμε στην Αθήνα, που ζήσαμε έναν Οκτώβριο στην Αθήνα, σιγά τη βροχή. Έχει και δέντρα απ' αυτά που το φθινόπωρο γίνονται πολύχρωμα και συρρέουν τα πλήθη στις άκρες της εθνικής να τα δουν, foliage για τους ομιλούντες την αγγλική.

Το πανεπιστήμιο έχει χώρο, πολύ χώρο, πράσινο, πολύ πράσινο, και ησυχία, πολλή ησυχία. Και βροχή, πολλή βροχή. Η βροχή δε σταμάτησε παρά μόνο το Σάββατο το πρωί που έφυγα για το αεροδρόμιο ξανά - μιάμιση ωρα διαδρομή και τα γυαλιά ηλίου στον πάτο της βαλίτσας. Αυτή η ταλαίπωρη ανάρτηση γράφεται σε επεισόδια μεταξύ δύο χωρών, τριών αεροδρομίων, τριών ημερών, ενός νέτμπουκ που τα έχει παίξει και με πολλή προσπάθεια καθώς με έχει παρασύρει ο στρόβιλος που λέγεται Νέα Υόρκη.

Διάβασα δύο βιβλία εκεί που διέσχιζα, γιατί το σύστημα ήχου της δικής μου θέσης, ναι, My middle name is Murphy, ήταν χαλασμένο κι έτσι έχασα την ευκαιρία που τόσο λαχτάρησα να δω Νύχτα στο Μουσείο ΙΙ, My life in ruins και Illuminati, αλλά και ένα Bollywood και να μην καταλάβω πως έφτασα. Το παρακατάλαβα, πιστέψτε με. Πόση βαρεμάρα, μες στην καρδιά μου μόνο πλήξη, για να παραφράσω τους κλασικούς.

Το Langley δεν είναι αυτό που λέμε συναρπαστική πόλη, βλ. Νέα Υόρκη - θα δεις σε λίγο, μπάστα, δεν προλαβαίνω να σε εξυπηρετήσω στην παρούσα ανάρτηση. Έχει φυσικό κάλλος, όπως προείπτα, δεν έχει δρόμους να περπατούν οι πεζοί, εκτός κι αν είσαι πειραγμένος και περπατάς στο πλάι του highway, κακή ιδέα, πιστέψτε με, αλλά θέλαμε να ξεμουδιάσουμε.

Έχει ένα μέρος της πόλης, το "ιστορικό κέντρο" ας πούμε, που το λένε Fort Langley και εκεί παίζουν παμπς, εστιατόρια και μαγαζιά για να ψωνίσεις ό,τι ή σχεδόν ό,τι θες. Δεν ψώνισα, ήπια και έφαγα. Το φαγητό δεν είναι το δυνατό τους σημείο, για να το θέσω κομψά, συμπαθητικά ήταν, αλλά δεν εκστασιάστηκα κιόλας. Τώρα βέβαια η αλήθεια είναι ότι η σύγκριση γίνεται με τη Νέα Υόρκη και αδικείται κατά τι το Langley, αλλά πώς να είναι κανείς δίκαιος;

Τελευταίο για Καναδά: πρώτη φορά πήγα ΗΠΑ από Καναδά, και πρώτη φορά Καναδά γενικώς δηλ. Στο αεροδρόμιο, λοιπόν, του Βανκούβερ, περνάς απέναντι κανονικά. Δηλ. περνάς immigration, περνάς customs, και από ένα σημείο και μετά ΜΕΣΑ στο αεροδρόμιο που βρίσκεται ΜΕΣΑ σε καναδικό έδαφος, είσαι στις ΗΠΑ. Συμπαθώ αρκετά το σουρεαλισμό ώστε να εκτιμώ τις εκδηλώσεις του όταν μου προκύπτουν. Καλημέρα σας!


Διάβασα λοιπόν Χατζόπουλο, Εν μέρει ελληνίζων και Γκουρογιάννη, Κόκκινο στην πράσινη γραμμή. Τα συστήνω για όσους ενδιαφέρονται για το κυπριακό, σε όλες τις φάσεις και τις πτυχές του. Γραφή εντελώς διαφορετική, ανασύσταση δύο διαφορετικών κόσμων, και οι δύο θα δώσουν διαλέξεις στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, αν σας βγάλει ο δρόμος, λέω να πάτε.

Άκουσα Μαλαματένια Λόγια, μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, ερμηνεία Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Λιζέττα Καλημέρη και Δημήτρης Υφαντής, εξίμιση το πρωί στο ΕλΒενιζέλος, που αλλού, σε φάση που άνοιξα ραδιόφωνο και είπα να ακούσω κάτι που να μη θέλω να το αλλάξω. Και συνέβη.

Και κάτι άλλο, Να 'μαστε πάλι εδώ Αντρέα, που το θυμάμαι κάθε φορά που φτάνω στας Αμερικάς. Κατά το "οι δρόμοι τρέχουν χιαστί" και το "παρά σε βάζο περιωπής". Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης μουσική: Ανδρέας Μικρούτσικος, ερμηνείες δικές τους.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΧΑΡΑ ΣΟΥ Ή ΕΛΑ ΣΕ ΜΕΝΑ;

και χωρίς πολλά-πολλά,
με αφορμή το αποψινό Παλλάς, Έλλη Πασπαλά, Σταύρος Ξαρχάκος, Νίκος Γκάτσος και πανταχού παρών ο λατρεμένος Μάνος (Χατζιδάκις), όχι αναγκαστικά με σειρά προτεραιότητας, τα παρακάτω:

Γεια σου χαρά σου Βενετιά, Νίκος Γκάτσος, Σταύρος Ξαρχάκος. Το κλιπάκι είναι κατά τι δυσοίωνο, αλλά ας εστιάσουμε στο ευοίωνον του τραγουδιού,
και
Έλα σε μένα, έλα σε μένα, Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις

και, ναι, για όσους απορούν, ο Ξαρχάκος εξακολουθεί να χτυπιέται επί σκηνής όταν διευθύνει ορχήστρα.

Δε διαβάζω κάτι, κλείνω και την κάνω με ελαφρά, έχω αγώνα αύριο

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

ΗΡΑΚΛΕΙΟ

Κρήτης.
Μεγάλος έρωτας. Πολλά χρόνια, από τότε που υπήρχε ο Λούκουλλος, που δεν υπάρχει πια...
Ηράκλειο, λοιπόν, αεροδρόμιο Νίκος Καζαντζάκης, ή και λιμάνι, αν θέλετε. Αμφότερα δίπλα στη θάλασσα γαρ...


Και Λατώ. Δε συνηθίζω να προτείνω ξενοδοχεία παρεκτός κι αν α. βρίσκονται στα μαύρα ξένα, β. με βρίσκουν απολύτως σύμφωνη. Το Λατώ ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Από το 2007 έχω το δωμάτιό μου, και το θυμούνται, το πρωινό μου έρχεται όταν το θέλω, όπως το θέλω, και το κυριότερο απέναντι ο Κούλες, το λιμάνι και το Αιγαίο. Και ολίγον φεγγαράκι την τελευταία φορά.


Χειμώνας στο Ηράκλειο, λόγω δουλειάς, ΕΑΠ στις Αρχάνες, και δε μοιάζει με τα καλοκαίρια. Τα τελευταία τσάρτερ αναχώρησαν τον Οκτώβριο και το Δεκέμβρη που θα ξαναπάω θα είμαστε εμείς κι εμείς. Ηράκλειο ίσον βόλτες, κοινώς περίπατοι κι από την πρώτη φορά που πήγα, αρχές της δεκαετίας έως σήμερα έχει αλλάξει πολύ.

Πρώτα απ' όλα, έχει αποκτήσει προμενάντ, περπατάς δίπλα στη θάλασσα για χιλιόμετρα ολόκληρα στη γνωστή προκάτ διαμόρφωση, πλάκες-φοίνικες-παγκάκια και μία παιδική χαρά για ξεκάρφωμα. Έπειτα μπαίνεις στον Κούλε, το κάστρο, μη μπερδεύεσαι, κοίτα ψηλά για το σήμα της Γαληνοτάτης και προχωράς σε μία από τις ωραιότερες διαδρομές έβερ, λέω εγώ τώρα, κι άμα είναι πολύ χειμώνας και τα κύματα ξεπερνούν τους κυματοθραύστες, γίνεσαι και μούσκεμα. Να σημειώσω να βάλω γαλότσες την επόμενη φορά, λοιπόν. Εκεί στη μικρή μαρίνα, έχει ένα-δυο καφέ, ωραιότατα, για να ρεμβάσεις, να στενάξεις, να μιλήσεις άμα έχεις παρέα, να σιωπήσεις, άμα δεν έχεις.


Άλλο περπάτημα: από την κρήνη Μοροζίνι, στο πεζοδρομημένο τμήμα, Καλοκαιρινού ως κάτω στη θάλασσα, στους γύρω δρόμους, στο Αρχαιολογικό Μουσείο (επεκτείνεται, εκτίθενται τα λιγοστά γνωστά, πρίγκιπας, δίσκος, σαρκοφάγος και ολίγα ρυτά), στον Άγιο Τίτο, στον Άγιο Μηνά, στη Δημοτική Πινακοθήκη, έχω πετύχει εκθέσεις κατά καιρούς, στα ολίγα παλαιά κτίσματα που θα βρεις εκεί γύρω.



Τι άλλο να κάνεις: να φας μπουγάτσα στον Κιρκόρ, την τελευταία φορά δε μου άρεσε τόσο, θα του δώσω άλλη μια ευκαιρία, για την ανάμνηση της μπουγάτσας μετά το πρωινό τρέξιμο, παλιά, όταν το πρωί μιλούσαμε αγγλικά και τρέχαμε κιόλας.

Να φας θρακόψωμο στη Θράκα, σουβλάκι με ψωμί και γιαούρτι, αντί πίτα και τζατζίκι. Εγώ το λατρεύω, εις εκ των αδελφών μου το σιχαίνεται, δε θα σας πω ποιος, δοκιμάστε το.

Να πιεις ρακή, ενώ λοιπόν δεν την έχω τη ρακή, στην Κρήτη κάπως μου 'ρχεται και δώστου.

Να πας και στις Αρχάνες, σημαντικότατος τόπος επί μινωικής εποχής, ωραίο χωριό τώρα, το μάθημα γίνεται στο παλαιό Δημοτικό Σχολείο κι αυτό μου αρέσει, καίτοι πρακτικά δυσκολευόμαστε, κρύο, πολύ κρύο το χειμώνα. Ευγενέστατοι στην καφετέρια απέναντι από το παλαιό δημοτικό. Ένα εικοσάλεπτο δρόμος, μπορείς.

Και στη διαδρομή Ηράκλειο-Αρχάνες, να δεις τα βουνά και τις καλλιέργειες και να θυμηθείς ότι η πατρίδα του Διός είναι τόπος ευλογημένος. Κι εγώ δεν είμαι από κει, άρα τα περί τοπικισμού άτοπα.

Θα συνεχίσω με ημερολόγια δρόμου, σε έναν κύκλο σχεδόν πλήρη από τότε που ξεκίνησα το ιστολόγιό μου.

Ακούω Τρύπες, Η δικιά σου κοντινή Αμερική, για την εισαγωγή και για την Αμερική.
Και The Quest, Bryn Christopher

Διαβάζω περί κυκλαδικών ειδωλίων, η εισήγηση το απαιτεί.


Οι φωτό από την Άνοιξη του 2008.

Περισσότερα σύντομα...

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

κι αν βρέχει, τι τρέχει;

ο τίτλος δανεισμένος από παλαιό της Άννας Βίσση. Η δε συνέχεια; "το πολύ-πολύ να βραχώ". Ήρθε το φθινόπωρο σήμερα κανονικά, φθινόπωρο απ' αυτά που βρέχει καθ΄ έξιν και μετά μυρίζει βροχή κι ο ήλιος δε βγαίνει ποτέ και βγαίνεις εσύ χωρίς γυαλιά ηλίου και λές "μπα, χωρίς τα γυαλιά ηλίου μου, πώς;"

και τα δέντρα πρώτη φορά τα πρόσεξα που ακόμη και εδώ, σ' αυτή την πόλη που πασχίζουμε να την παρουσιάσουμε σε εαυτούς και αλλήλους απάνθρωπη και κυρίως εκτός εποχών, τα δέντρα αλλάζουν χρώμα, και γίνονται κόκκινα και κίτρινα και όλα τα ενδιάμεσα και ήταν η πρώτη μέρα που βγήκα με τις UGGs μου στους δρόμους και με ομπρέλα ανοιχτή - όχι τη λεοπάρ, τη μπλε, μπλε σκέτη, το χρώμα μου τελευταία είναι το μπλε, όπως το δαχτυλίδι της γιαγιάς που το φοράω μονίμως, καίτοι γενικώς δεν το 'χω το θέμα δαχτυλίδι.

και πήγα στη Σόλωνος, στο High Fidelity, στο τέρμα της Σόλωνος, 136 συγκεκριμένα, και θα ξαναπάω, γιατί μου άρεσε η μουσική, γιατί μου άρεσαν τα μαρτίνι, γιατί μου άρεσαν οι άνθρωποι -Ευδοξία, ευχαριστώ.

και περπάτησα στη βροχή και τελικά σα να μ' αρέσει η βροχή στην πόλη, η βροχή είναι για να περπατάς και για να ξέρεις ότι στο προσεχές μέλλον κανείς δε θα σε μετακινήσει, παρεκτός κι αν το θες. Και γιατί έχει αρχίσει να ξεκαθαρίζει εντός μου η ιδέα για το τι θέλω να γράψω.

Ακούω μουσικές φθινοπωρινές και διαβάζω τη λατινοαμερικάνικη τριλογία του Louis de Bernieres σε μία εξαίσια μετάφραση, καθώς και τα κείμενα του Le Corbusier για την Ελλάδα σε μία εξίσου υπέροχη μετάφραση.

Προσεχώς, η πτήση που έχασα, η πτήση που πρόλαβα, και το Ηράκλειο Κρήτης.

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο τόνος, ανάλογα με τις διαθέσεις του καθενός. Έχουμε ανάγκη παραμύθι ή παραμυθία; Ας αποφασίσει ο καθένας για τον εαυτό του.
Από το Περιοδικό Σύγχρονη Άποψη.

Τεύχος Οκτωβρίου 2009 |  | Κατηγορία: Πολιτισμός
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, η Αλίκη. Η Αλίκη ήταν όμορφη, έξυπνη και προπάντων αφελής. Ήταν υπήκοος μιας μεγάλης σε πληθυσμό, αλλά περιορισμένης σε ορίζοντα χώρας, της Μετριότητας, της χώρας των μετρίων μα καθόλου επήκοος στις κλήσεις, προσκλήσεις και εκκλήσεις των γύρω της να συμμορφωθεί προς τον Νόμο της Μετριότητας. Τα ροζ αυτάκια της ήταν ερμητικά κλειστά.
Μία όμορφη μέρα με ωραίο καιρό, η Αλίκη αποφάσισε να γνωρίσει τον κόσμο. Περπάτησε πολύ με σκοπό να φτάσει ως τα σύνορα της χώρας των μετρίων και μάλιστα τα κατάφερε. Από μακριά, στην άλλη πλευρά, έβλεπε χώρες μαγικές, λειβάδια απέραντα, πράσινα, όπου κάλπαζαν άγρια άλογα και χαρούμενοι άνθρωποι έκαναν βόλτες πιασμένοι χέρι-χέρι, τοπία της φαντασίας της που όμως εκεί, πέρα από τα σύνορα, έμοιαζαν πραγματικά, υπαρκτά, και λαχτάρησε να βρεθεί εκεί: Πλην, όταν προσπάθησε να διασχίσει το σύνορο, προσέκρουσε σε τείχος, διάφανο μεν από γυαλί, αλλά γυαλί άθραυστο και αδιαπέραστο. Γύρισε στον συνοριοφύλακα και ρώτησε με απορία και πόνο από την πρόσκρουση: «Τι είναι αυτός ο τοίχος;» Ο φύλακας, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα, συνέχισε ατάραχος να σφραγίζει τα χαρτιά του και σε μια παύση μεταξύ δύο σφραγισμάτων, απάντησε βαριεστημένα: «Το τείχος των μετρίων. Δεν το πέρασε ποτέ κανείς».
Η Αλίκη έφυγε απογοητευμένη. Έκλαψε, βαλάντωσε, στενοχωρήθηκε βαθιά, και την άλλη μέρα ξύπνησε αποφασισμένη να βρει τον τρόπο. Αφού υπήρχαν άνθρωποι κι από κει, δε μπορεί, κάπως θα είχαν περάσει, κάποιος θα είχε περάσει.
Συνέχισε να πηγαίνει πάνω-κάτω στο τείχος χωρίς αποτέλεσμα. Ώσπου μια μέρα, λίγο πριν παραιτηθεί οριστικά και συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις του αρχηγείου των μετρίων για να ενσωματωθεί πλήρως στην κοινωνία της Μετριότητας, διέκρινε σε μια ακρούλα του τείχους μια ανεπαίσθητη ρωγμή: Κατάλαβε ότι η επιθυμία και οι προσπάθειές της λειτουργούσαν διαβρωτικά και πως αν επέμενε η ρωγμή θα μεγάλωνε κι άλλο και ίσως μια μέρα θα συνέτριβε το τείχος και η Αλίκη, ελεύθερη πια, θα μπορούσε να περάσει από την άλλη πλευρά.
Δεν κατόρθωσα να μάθω αν η μικρή Αλίκη πέρασε ποτέ το τείχος. Ο αγώνας ήταν εξαρχής άνισος: Από την μια ένα μικρό κορίτσι και από την άλλη η δύναμη της μετριότητας. Η αλήθεια είναι πως καμιά φορά νιώθω ότι η ρωγμή θα μεγαλώσει και το τείχος θα λυγίσει, δε μπορεί.
Ακούω την τελευταία αναγγελία της πτήσης μου κι εγώ είμαι ακόμη στη βεράντα με πράγματα unpacked, κλασικά...
Καλό Σαββατοκύριακο!

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

My Oblivion (or not)

Good days are back, δεν έφυγαν ποτέ, εδώ που τα λέμε, πάντα ήταν ωραίες οι μέρες για μας, δε θα τελειώσει ποτέ η ομορφιά, δε θα αφήσουμε ποτέ την ομορφιά να τελειώσει και το ταξίδι θα κρατήσει για πάντα, γιατί είναι ο προορισμός μας να ταξιδεύουμε στην ομορφιά και ο λόγος για τον οποίο οι πληγές γίνονται ουλές είναι για να θυμόμαστε ότι ακόμη και σημαδεμένη η ομορφιά θα παραμένει πάντοτε και για πάντα ομορφιά.

Από κάτι που γράφω, έτσι, εδώ, για τη διάθεση της στιγμής.

Ακούω  My Oblivion, Tindersticks, τους έχω αναφέρει ξανά, επανέρχομαι όποτε έχει ειδικό βάρος η στιγμή, όπως όταν καταλαβαίνεις ότι επί της ουσίας ούτε στραβός είναι ο γιαλός, ούτε στραβά αρμενίζεις. Ορθώς ταξιδεύουμε, φίλοι συνοδοιπόροι, και ενδεχομένως να αφιχθούμε κιόλας στη Σάνγκρι Λα μας, χωρίς λύπες και λοιπές εξαρτήσεις.

Και αν ποτέ ξανάρθει ο Στουάρτ και σία, παρακαλώ σας, πείτε μού το, κι αν δεν το καταλάβω, πάρτε με σηκωτή και πηγαίντε με να τον δω. Ευχαριστώ.

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

ΧΙΟΣ

Χρωστάω μία νήσο Χίο (όχι το καράβι) και παρότι οδεύουμε - με το ζόρι ορισμένοι - προς το χειμώνα, θα κάνω το χρέος μου απέναντι στο νησί και στους ανθρώπους του.

Βόρειο Αιγαίο, λοιπόν, εντάξει δεν είναι και Σαμοθράκη (που, θέλοντας κάποια στιγμή να πάω, κοίταξα το χάρτη και κατάλαβα το β συνθετικό από που προήλθε, μα δίπλα;), αλλά είναι προς τα πάνω - και κυρίως προς τα ανατολικά, ήτοι απέναντι από την Τουρκία, εξ ου και το πάλαι ποτέ ήρθαν (δις) οι πρόσφυγες απ' τον Τσεσμέ που απέχει μια ανάσα, ενώ σήμερα πηγαίνουν οι Έλληνες απέναντι για shopping (τι;) και sightseeing (πολλά).

Πηγαίνεις με το καράβι, για αμετανόητους λάτρεις αυτό, εγώ μετά το χουνέρι της επιστροφής από την Κάλυμνο επαναπροσδιόρισα εντός μου γιατί προτιμώ το αεροπλάνο και πηγαίνω με το αεροπλάνο: τρεις αεροπορικές εταιρίες ερίζουν, δηλ. πηγαίνουν, αυτό, δε σφάζονται κιόλας, τα εισιτήρια δεν είναι φτηνά, έλα όμως που ούτε του πλοίου είναι, άσε που στην Ελλάδα ο,τιδήποτε έχει αεροδρόμιο απέχει από την Αθήνα 40 λεπτά, τελεία. Πανοραμικές από το αεροπλάνο και δε συμμαζεύεται και χαίρεσαι που πας - ή που ξαναπάς δεν είναι θέμα.

Η χώρα είναι μεγάλη (όχι η Ελλάδα, η Χώρα της Χίου), είναι πόλη, ας πούμε, έχει δηλ. Hondos Center και κίνηση, άρα είναι πόλη, δεν το συζητώ. Έχει μία υπέροχη βιβλιοθήκη, του Κοραή, κι ένα άγαλμα, του Κοραή επίσης, που μια βραδιά κάποιος φιλεύσπλαχνος τον λυπήθηκε που φύσαγε πολύ και του σκέπασε το ξέσκεπο κεφάλι του με έναν κώνο απ' αυτούς τους "εκτελούνται δημόσια έργα", πλην δεν πρόλαβα να τον φωτογραφίσω, μου τον κατεβάσανε - τον κώνο, όχι τον Κοραή. Κι απέναντι από τη βιβλιοθήκη έχει ένα φρεσκότατο γκράφιτι, σύνθεση κανονική σε τοίχο που προσφέρεται γι' αυτές τις δουλειές, Μπράβο Χίοι!




Έχει mastiha shop και, όχι δεν κάνω διαφήμιση, έχω αδυναμίες απλώς, και δε με πληρώνουν, τις πληρώνω. Έχει φυσικά και μαστίχα, άπειρη μαστίχα, και σχίνους, απ' όπου δηλ. προέρχεται η μαστίχα. Και στη φωτό τα δάκρυα της μαστίχας στην παλάμη μου - μην τα ψάχνετε, τα έφαγα! Και δε σας λέω ποιος μου τα έδωσε, τι να πάτε να τον ρημάξετε τον άνθρωπο; Αλλά έχει πολλά το νησί, όλο και κάπου θα βρείτε φρέσκο πράμα.


Έχει τον Κάμπο με τα υπέροχα σπίτια του και κυρίως, μην ξεχάσω, ογδόντα διαφορετικούς τρόπους να μπεις στην πόλη και να βγεις από αυτή. Κάθε μέρα κι άλλος δρόμος, κουράστηκα. Έχει διάφορα κτήματα στον κάμπο, λοιπόν, που τώρα έγιναν ξενοδοχεία, εστιατόρια και άλλα τινά, κι εγώ πήγα σε ένα από αυτά, πώς το έλεγαν, ω Χίοι, και ήταν ειδυλλιακά και πολιτισμένα, αυτό, η Χίος είναι ένα μέρος πολιτισμένο.

Έχει κρύο. Μέσα στη θάλασσα και έξω απ' αυτή τα βράδια. Μέσα στη θάλασσα. Την πρώτη φορά της τελευταίας επίσκεψής μου που επεχείρησα να βουτήξω, στεκόμουν ώρα πολλή κι ατένιζα τάχαμου με το νερό ως τον αστράγαλο και ήδη μπλαβιά, ώσπου διπλανός τις κύριος, απ' αλλού φερμένος κι εκείνος το δίχως άλλο, αναφωνεί "Σαν το Βοϊδομάτη είναι" και πήγα να του πω, α  γεια σου, χρυσόστομε, κι έλεγα τόση ώρα τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει, τη μία και μοναδική φορά που έκανα μπάνιο στο ποτάμι, αυτό μου θύμιζε. Μπήκα. Και κολύμπησα πολύ. Θες το κρύο, θες που είναι ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΕΣ οι θάλασσές τους, κάπως μου 'ρθε και έδωσα.


Οπότε, στο προκείμενο, εξάλλου ξαναζέστανε λιγάκι, κολυμπάμε ακόμα - όσοι προλαβαίνετε, εμείς οι πληβείοι τα κεφάλια μέσα, ως πότε, παλικάρια;
Πού να κολυμπήσεις:


Αγία Φωτιά, κάποτε, λέει, δεν είχε ξαπλώστρες - δεν το θυμάμαι. Θετικότατο είναι το γεγονός ότι οι σημαδούρες είναι μακριά, πολύ μακριά, οπότε αν είσαι του κολυμβητικού πας χωρίς να πάει η ψυχή σου στην κούλουρη μη σε κόψει κανά τζετ σκι εκεί που θα κολυμπάς. Καρχαρίες δεν έχει, οπότε πήγαινε ως εκεί, μπορείς.

Βολισσός, παλιά είχα πάει, ωραία είναι.

Μελανιός: ωστόσο, λέω εγώ κοιτάζοντας το χάρτη, άμα είσαι παραλία στη Β. Χίο και σε λένε Μελανιός, δε θα 'σαι και θερμές πηγές...Δεν πήγα.

Σαλάγωνας: μου είπαν να μην το γράψω, αλλά το γράφω τιμής ένεκεν. Είχα πάει παλιά. Ήταν υπέροχα. Πάρτε νερά, πολλά νερά.

Εν ολίγοις, το νησί διαθέτει άπειρες παραλίες, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι και ωραίες.

Πού να φάτε:
στα Γρίδια, στην ταβέρνα. Σε ποια ταβέρνα; Ε, μία είναι, θα τη βρείτε.

στα Αυγώνυμα, μεσαιωνικό χωριό τύπου Ανάβατος, πλην κατοικείται κιόλας, στο Αστέρι. Πολλές σφήκες, όπως λέμε εμείς, λιλικιές όπως λένε στη Χίο, άλλο είδος ονομάζουν σφήκα και μπερδεύτηκα, δεν την έχω την εντομολογία, καίνε τόνους καφέ για να τις απομακρύνουν, φαντάζουν τρομακτικές, πλην είναι άκακες, απλώς κάθονται μονίμως στο φαΐ σου και, αν δεν προσέξεις, μπορεί και να φας καμία κατά λάθος. Και μιας και θα είστε εκεί, πηγαίντε και στη Νέα Μονή, εν ενεργεία μοναστήρι, κορύφωση της βυζαντινής τέχνης, συνεχίζονται οι εργασίες αποκατάστασης. Είπαμε, είναι παλαιό. Και η διαδρομή, πολλή στροφή μεν, πολύ όμορφη δε.


Για ξενύχτηδες: διανυκτερεύει το Pizza Palace, στο λιμάνι.

Πού να πιείτε: στην παλιά ιχθυόσκαλα, Μπούρτζι. Να δεις να φεύγει το καράβι, τεράστιο δεν το συζητώ, και να λες ε ρε και να 'ρθουν τα απόνερα κατά δω τι έχει να γίνει...
Στον Κόκκινο Βράχο, αυτό που λέμε έντεχνο, ευτυχώς με την καλή έννοια.

Τι να φορέσετε: τη μέρα ό,τι όλοι το καλοκαίρι, ήτοι σχεδόν τίποτα. Τις νύχτες αμπέχονο τουλάχιστον.

Πού να μείνετε: εμένα είναι η αλήθεια πάντοτε με φιλοξενούσαν - παρά τα λεγόμενα, είναι φιλόξενο νησί. Πλην, θα έλεγα στο Χανδρής γιατί μου αρέσει η θέση του και που το λένε Χανδρής, άβυσσος, δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο λόγο, έτσι μου 'ρθε. Πάντως, στο δρόμο δεν πρόκειται να μείνετε. Έχει να δώσει από καταλύματα το νησί.

Ακούω Μικρές Περιπλανήσεις από τις Μικρές Περιπλανήσεις, Στίχοι: Στέργιος Παπαποστόλου Μουσική: Νίκος Αρμπιλιάς.

ΑΚΥΡΟ




Όχι, δεν αναφέρομαι σε ψηφοδέλτιο, παραδόξως πως, μέρες που 'ναι... Κι επειδή δεν προλαβαίνω να διορθώσω και να αναρτήσω την προγραμματισμένη ανάρτηση, για ένα ταξίδι που πέρασε κιόλας ένας μήνας από τότε που έγινε, κι επειδή αν δεν το πω θα σκάσω, θα γράψω κάτι άκυρο. Παρεμπιπτόντως, οι φωτό από τη λίμνη Τριχωνίδα τον Αύγουστο που, δυστυχώς, πέρασε, έτσι για ν' ανοίξει το μάτι μας.

Ήτοι ότι όλο λέω να κάτσω στ' αυγά μου κι όλο ψάχνω αφορμές για ταξίδια. Οι εκλογές μέγιστη αφορμή από πάντα, από τότε που πήγαινα με τη μαμά μου στο αγνώριστο τις μέρες των εκλογών δημοτικό σχολείο μου για να δω πως ψηφίζουν και κυρίως να χαζέψω το εξωτικό είδος "φαντάροι" που εσχάτως εξέλιπε από την εκλογική διαδικασία - γιατί; Ήταν τόσο φολκλορικό το υπερθέαμα. Έκτοτε πέρασαν χρόνια, τα εκλογικά μου δικαιώματα εκεί, ως αφορμή για να πηγαίνω. Πράγμα που υποψιάζομαι ότι ισχύει για πλείστους όσους ετεροδημότες.

Και ερωτώ: γιατί γυρίσατε όλοι χτες; Κάποιοι από μας είχαμε κι ένα μάθημα να κάνουμε στην Πάτρα, εσείς γιατί; Κατά τα λοιπά, το Ρίο, όπως πάντα ήταν υπέροχο με τον ήλιο, την ψευδαίσθηση του καλοκαιριού και τα καινούργια φοιτητάκια να περιφέρονται χαρωπά με τα έκπαγλα νιάτα τους στους χώρους του πανεπιστημίου.

Ο Οκτώβρης περιλαμβάνει πολύ πηγαινέλα, εντός κατά κύριο λόγο και ολίγον εκτός που κυρίως θα βαρύνει το Νοέμβρη. Εν καιρώ αυτά.

Διαβάζω τον Τελευταίο Σταθμό του Σεφέρη, με αφορμή μία χτεσινή sms κουβέντα. Και, εν αντιθέσει με τον ποιητή, εμένα σα να μ' αρέσουν όλες οι νύχτες με φεγγάρι. Περί ορέξεως...

Ακούω τον καινούργιο Γιώργο Δημητριάδη, γιατί τον βρίσκω φρέσκο, και με τόση ταλαιπωρία μου οφείλεται μία φρεσκάδα τουλάχιστον και μου αρέσει ο στίχος "λάθος ερώτηση σε λάθος ώρα".

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

ΝΑΥΠΛΙΟ



Τώρα, βέβαια, η παρούσα ανάρτηση γράφεται για ξεκάρφωμα, ήτοι, κολλημένη στον υπολογιστή περιμένω να φορτώσουν κάτι αρχεία που έχουν βαλθεί να μου ξεκάνουν τα νεύρα και γράφω για ταξίδια: ΑΡΝΗΣΗ το ονομάζει η επιστήμη, ποια είμαι εγώ να το αρνηθώ;

Αποφάσισα να γράψω για το Ναύπλιο αυτή τη φορά, γιατί δεν έχουμε συνέλθει ακόμη από το σύνδρομο των διακοπών (γνωστό και ως "θέλω κι άλλο"), γιατί δεν έχουμε κουράγιο να πάμε μακριά, και γιατί έχω πάει αρκετές φορές τα τελευταία 20 χρόνια ακριβώς (!), όπερ σημαίνει ότι πρωτοπήγα πολύ μικρή.

Μιάμιση ώρα από την Αθήνα, βαριά δύο άμα βαριέσαι ή άμα κολλήσεις, παίρνεις την Αττική Οδό, παίρνεις και την Κορίνθου, στρίβεις πίσω απ' τον Ακροκόρινθο. Άμα βλέπεις το κάστρο από μπροστά σημαίνει ότι πας στην Πάτρα στην οποία περίπτωση σε παραπέμπω σε παλαιότερη ανάρτηση, άσε που οσονούπω μπορεί και να συναντηθούμε.

Άμα τη εισόδω, βλέπεις το εντυπωσιακό τείχος της μυκηναϊκής Τίρυνθος, Κυκλώπειον ονομάστηκε λόγω διαστάσεων, σου λέει, Κύκλωψ μόνο θα ήταν σε θέση να κουβαλήσει και να συναρμόσει τα αγκωνάρια τούτα, ε, μπες και μέσα και κάνε μία βολτίτσα, ευχάριστα είναι, κυρίως την άνοιξη, οπότε αν πας άμεσα, έχεις δικαιολογία.

Και μπήκες στο Ναύπλιο, εύγε, δεξιά σου το λιμάνι, αριστερά το Παλαμήδι, στο βάθος της θαλάσσης το Μπούρτζι. 999 σκαλιά λένε, τα κατέβηκα μια φορά, στα νιάτα μου, δεν τα μέτρησα ωστόσο, οπότε θα σε γελάσω και, μάντεψε, δεν το θέλω όμως...Στο Μπούρτζι πας με βαρκάκι, προσωπικά το προτιμώ απ' το λαοφιλές Παλαμήδι, να πας δε, χειμώνα, κατά το Φλεβάρη ας πούμε, να νομίζεις ότι θα 'ρθει και η άνοιξη και καλά.

Πού να μείνεις: όπου σε φωτίσει ο θεός. Έχει άπειρα καταλύματα, για όλα τα γούστα και όλα τα βαλάντια. Προσοχή θα έλεγα στο θέμα "μερική θέα". Αν είναι να πάθεις λουμπάγκο για να δεις μία υποψία Παλαμηδίου, όχι, άστο καλύτερα. Επίσης, προσοχή στα σκαλιά. Υπάρχει και πάνω πάρκινγκ, εκτός από αυτό του λιμανιού, αλλά σιγά μη βρεις...

Πού να φας: παγωτό στη gellateria, σουβλάκια στην πλατεία, δίπλα στα goodys, συγκλονιστικό φαΐ ακόμη δεν εδέησα να φάω, εξ ου και δεν ξέρω τι να σας πω...

Πού να κολυμπήσεις - αν πετύχεις καλό καιρό: Καραθώνα, κοντά, πολύ κοντά, ανεβαίνεις, μετά κατεβαίνεις, η ωραιότερη βόλτα με θαλάσσιο ποδήλατο, πολυσύχναστη, τεράστια, οργανωμένη.

Δίπλα στο Παλαμήδι, σε απόσταση αναπνοής απ' την πλατεία με τα ταξί, δεν ξέρω πως τη λένε, σόρι, έχει μία άλλη παραλία, που δεν την είχα βρει ως φέτος το καλοκαίρι, ενώ όλοι οι γνωστοί μου την ήξεραν και κανείς δε μου είχε πει τίποτε. Δε θυμάμαι πως τη λένε, είναι δε αδύνατο να τη βρεις. Από κάτω απ' το Ξενία, μα φτιάξτε το, θέλω να μείνω στο Ξενία, πόσες φορές θα σας το πω;

Αυτή η παραλία, λοιπόν, έχει ξαπλώστρες και ομπρέλες και μία τσιμεντένια πλατφόρμα πάνω στην οποία βρίσκονται οι ξαπλώστρες και οι ομπρέλες και κάτι ξεχασμένα αποδυτήρια και κάτι κτήρια ασύλληπτης αρχιτεκτονικής (με την κακή έννοια) εγκαταλελειμμένα και κάτι σε Λάμπρο Κωνσταντάρα και δεκαετία του '70 - πολύ μου άρεσε. Η θάλασσα συμπαθητική, από πάνω σου δε μονίμως το Παλαμήδι. Είναι καλή ευκαιρία να μελετήσεις την περίμετρο των τειχών κολυμπώντας.

Στο Ναύπλιο μπορείς να ψωνίσεις πολλά πράγματα, να δεις καναδυό μουσεία, κυρίως όμως ενδείκνυται για περπάτημα και εξερεύνηση. Μου αρέσει γιατί είναι γραφικό χωρίς να γίνεται γλυκερό.

Μην ξεχάσω: ανεξαρτήτως εποχής, αν πας Σαββατοκύριακο, κλείσε από πριν, από πολύ πριν, ενδέχεται να μη βρεις.

Άντε, βρε, καλά να περάσεις!

Κι εγώ μαζί σου θα ακούω "Του κάτω κόσμου τα πουλιά", Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας. Σόρι για το βίντεο αισθητικής "όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη", αλλά δε βρήκα κάτι άλλο.

Διαβάζω Μάνο Ελευθερίου, μυθιστόρημα, και παρότι δεν τρελαίνομαι, έχει αυτές τις φαρμακερές ατάκες σε χρόνο ανύποπτο και λες, αυτά είναι.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ...


...δε συνεπάγεται σε καμία περίπτωση το τέλος του ταξιδιού. Εδώ είμαστε, ελπίζοντας ότι θα εξακολουθήσουμε να ταξιδεύουμε.
Κάποτε ευαγγελιστήκαμε συνέπεια λόγων και πράξεων. Το ανακόλουθο πολεμάμε, ενίοτε όμως η ανθρώπινη φύση μας δε μας επιτρέπει να το πατάσσουμε.
Το καλοκαίρι υπήρξε υπέρλαμπρο. Το ταξίδι συνεχές και παρά τη γκρίνια, μας άρεσε κιόλας.
Ευχαριστώ τεράστιο στους συνταξιδιώτες για τη συντροφιά και τη συντροφικότητα.
Υπόσχεση συνεχείας σε πραγματικότητα διακεκομμένη.
Η πόλη με υποδέχτηκε με την πρώτη φθινοπωρινή ψιχάλα στο μεταίχμιο μεταξύ τέλους Αυγούστου και αρχής Σεπτέμβρη.
Αρχή Σεπτέμβρη ημέρα γιορτής, άρα κάτι θα ξέρει όστις μου έδωσε το όνομα.

Κι επειδή είθισται οι άνθρωποι μετά από τα λαμπρά καλοκαίρια τους να μπαστακώνονται σε άχαρους χειμώνες, εμείς ανθιστάμεθα και συνεχίζουμε.

Stay tuned...

Διαβάζω την Τέχνη της Χαράς, επιλογή του αεροδρομίου που με δικαίωσε. Σκεφτείτε την εποχή που γράφτηκε, σκεφτείτε το Γατόπαρδο, ακόμα καλύτερα διαβάστε τα μαζί.

Ακούω αυτό, Στίχοι, Μουσική, Εκτέλεση: Φοίβος Δεληβοριάς, έτσι για να θυμόμαστε ότι το καλοκαίρι δεν κρατάει για πάντα, μαζί κι ένα καινούργιο της Μελίνας Τανάγρη για κάτι μικρές ήττες και μεγάλες επιμονές και ετοιμάζω νέα CD για να συντροφεύουν νέα ταξίδια (μας).

Καλό φθινόπωρο. Τα φύλλα πήραν να κοκκινίζουν, ενώ η ροδακινιά όσο πάει γυμνώνεται. Τελικά το φθινόπωρο έχει να δώσει: αρκεί να το αφήσουμε.

Η φωτό από την Κρήτη, Σίσι, νομός Ηρακλείου, Αύγουστος 2009, μία μέρα που φύσαγε δαιμονισμένη κι αξιώθηκα να κρατήσω ένα μόλις ανασκαφέν ακρωτηριασμένο κυκλαδικό ειδώλιο που χωρούσε ίσα-ίσα στην παλάμη μου.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

ΤΙ ΕΜΑΘΑ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


1. Να οδηγώ καϊκι, συνέβη δις, την πρώτη διστακτικά, τη δεύτερη με σιγουριά, και τις δύο με άπειρο γέλιο.
2. ότι τα εντομοαπωθητικά τα αγοράζεις στο σούπερ μάρκετ από την κυρία στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου μου στην Κρήτη σε ερώτησή μου για το πως αντιμετωπίζει το ξενοδοχείο το έντονο πρόβλημα με τα κουνούπια.
3. ότι δεν υπάρχει δε μπορώ, υπάρχει δεν αντέχω άλλο στο πόσες φορές θα γεμίσει και θα αδειάσει μια βαλίτσα με τα ίδια περίπου πράγματα σε ευφάνταστους συνδυασμούς.
4. κι αυτό δεν είναι αστείο: ότι είμαστε επιλήσμονες ως είδος κι αυτό πληρώνουμε επί της ουσίας. Αναφέρομαι στις φετινές φωτιές που ακολούθησαν δύο μόλις χρόνια μετά τις προπέρσινες φωτιές.

Η φωτό πέρυσι το χειμώνα από την Πάρνηθα με τον εύγλωττο πλην αφελή, ως απεδείχθη, τίτλο "για να μην ξεχνιόμαστε" - ξεχαστήκαμε...

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

Η ΚΡΗΤΗ, ΓΙΑ ΑΡΧΗ...







θα ακολουθήσουν αρκετές συνέχειες, καθότι, κατά την άποψη ορισμένων προσφιλών, η Κρήτη δεν είναι νησί - η αλήθεια είναι πως είναι νησί, το είδα και σας το μεταφέρω, απλώς είναι μεγάλο νησί, δηλ. τεράστιο και οι αποστάσεις όχι εύκολες, ακόμη και με τους καινούργιους δρόμους, πρώτον γιατί ίστανται στο διάβα σου πολλά βουνά και δεύτερον γιατί κυκλοφορούν άπειρα ενοικιασμένα αυτοκίνητα με τουρίστες οδηγούς, ήτοι ανθρώπους όχι συνηθισμένους να οδηγούν σε συνθήκες ελληνικές, κοινώς δεν προσπερνούν, ΠΟΤΕ.

θα ξεκινήσω με Ανατολική Κρήτη και σιγά-σιγά θα συμπληρώνω. Τουτέστιν: ό,τι κείται ανατολικά του νομού Ηρακλείου. Σταθμός ο Άγιος Νικόλαος. Μείναμε στην Πλάκα, το χωριό απέναντι από τη Σπιναλόγκα που έγινε κοσμοξάκουστο κλέβοντας τη δόξα, αλλά όχι και την αίγλη της γειτονικής Ελούντας, από το βιβλίο The Island της Βικτόρια Χίσλοπ που αναφέρεται στην κοινότητα των λεπρών της Σπιναλόγκας. Το καλύτερο που μπορείτε να κάνετε είναι να βρείτε ένα συμπαθητικό ενοικιαζόμενο και να μείνετε εκεί. Η Πλάκα έτσι κι αλλιώς προσφέρεται για χαμηλού προφίλ διακοπές, οπότε τα ξενοδοχεία-υπερπαραγωγές δεν απαιτούνται, λέω εγώ. Μείναμε σε ξενοδοχείο όπου το σέρβις ήταν ανύπαρκτο, αλλά η θέα απίστευτη, οπότε ξεχάσαμε τα υπόλοιπα. Τα κουνούπια στην Ανατολική Κρήτη ήταν εξαιρετικά επιθετικά, εν αντιθέσει με τα αθηναϊκά που τα απωθώ με ολίγη ενυδατική-εντομοαπωθητική λοσιόν. Δύο φιδάκια, μία συσκευή με ταμπλέτες και μπόλικη λοσιόν αργότερα, κατορθώσαμε να κοιμηθούμε. Μέχρι που ξεκίνησε ο αέρας. Αέρας να ξεσηκώνει πέλαγα και στεριές και να βροντοχτυπά πόρτες και παντζούρια. Που αν κάτι θέλω μετά τις διακοπές στην Κρήτη είναι να κοιμηθώ.

Πάμε, λοιπόν: κολυμπάτε στην Πλάκα, παραλία που περιγράφεται ως βοτσαλωτή, μεταφράζεται δε ως αγκωνάρια που γλιστράνε κιόλας. Ξεχάστε το μπαίνω στο νερό με χάρη και βγαίνω σα μοντέλο σε διαφήμιση μαγιό, άγαρμπες κινήσεις, πολύ πέσιμο και αρκετές μελανιές. Γιατί να το κάνεις τότε; Γιατί το νερό είναι διαυγέστατο, εκτός απ' το μεσημέρι που μαζεύονται τα στίφη, το μεσημέρι του Αυγούστου εννοώ, και γιατί κολυμπάς με θέα τη Σπιναλόγκα και λες, να έτσι να κάνω την έφτασα, αμ δε!

Ελούντα: έχει μία παραλία, δημοτική πλαζ και αυτή, όπως και της Πλάκας, προτιμώ της ΠΛάκας, δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Οι υπόλοιπες παραλίες είναι κλεισμένες από τα ξενοδοχεία, τύπου Μπιτς, Μπέι, Ριζόρτ και δε συμμαζεύεται.

Κολοκύθα: νησίδα απέναντι απ' την Ελούντα. Σε πάνε τα βαρκάκια, πας και με το όχημα. Από λιμάνι Ελούντας, περνάς μία ελάχιστη χερσόνησο και το αυτοκίνητο θαλασσοδέρνεται, παρατηρείς εκατέρωθεν τα ερείπια της αρχαίας Ολούντος (απ΄οπου και το όνομα), φτάνεις στο εκκλησάκι του Αγίου Λουκά, παρκάρεις, περπατάς ένα μονοπάτι, κανονικό αυτή τη φορά όχι κακοτράχαλο, αλλά δεν το λες και μπουλβάρ, και φτάνεις στην παραλία. Που δεν υπάρχει, γιατί είναι μεν αμμώδης, αλλά το νερό φτάνει ως το μαντρότοιχο που ορίζει το σύνορο του από πάνω χωραφιού με το ανελέητο κοκκινόχωμα που κατέστησε τις άσπρες σαγιονάρες μου κεραμιδί. Εκεί κατασκηνώνουν διάφοροι στους οποίους έχω να πω, μαζεύτε και κανένα σκουπίδι, παίδες, ντροπή.

Πιο πέρα: Άγιος Νικόλαος. Έχει παραλίες και μέσα στην πόλη, δεν τρελαίνομαι για το είδος και δεν υπάρχει λόγος, περνώντας τον Άγιο Νικόλαο και προς Ιεράπετρα, όχι μακριά, έχει μία σειρά παραλίες ωραιότατες. Εμείς επιλέξαμε το Ίστρο, και συγκεκριμένα την παραλία του Ίστρον Μπέι, πλην δεν επιτρέπεται η είσοδος απ' το ξενοδοχείο, παρκάρεις στην κορυφή του βουνού και κατεβαίνεις όχι πολύ, κανά δεκάλεπτο. Αν δεν έχει κύμα - είχε - η παραλία είναι υπέροχη. Μπόνους άιτεμ: ησυχία, οι λουόμενοι ενδιαφέρονται μόνο για διάβασμα ή ραχάτι, κανείς δε μιλά, κανείς δεν κλαίει, κανείς δεν τραγουδά, κανένας δε χορεύει.

Ακόμα παραπέρα, έφτασες Ιεράπετρα πια. Παραλίες μέσα στην πόλη, τεράστια υπέροχη παραλία αμέσως έξω από την πόλη προς Αγία Φωτιά, χρειάζεται ομπρέλα, ο ήλιος στο Λιβυκό δεν αστειεύεται.

Αγία Φωτιά: ο δρόμος στενός και κατηφορικός, το πάρκινγκ εξαιρετικά περιορισμένο, φτάσαμε και γινόταν χαμός, όχι ευχαριστώ. Πήγαμε δίπλα, στην παραλία δίπλα από το Κάκκος Μπέι Χοτέλ, που μας είχε γυαλίσει εξαρχής, υπέροχα, ομπρέλες ενδιαφέρουσας αισθητικής πλην άχρηστες επί της ουσίας, θάλασσα υπέροχη, και ένα ταβερνείο, γι' αυτό θα μιλήσω εν συνεχεία.

Υπάρχουν, δεν τις έχω τσεκάρει προσωπικά, ο Μύρτος από Ιεράπετρα στην αντίθετη κατεύθυνση, και βορειοανατολικά το Βάι με τους φοίνικες - όλοι λένε ότι δε λέει από την πολυκοσμία, δεν έχω προσωπική άποψη, μόνο χειμώνα έχω πάει.

Ας έρθουμε επιτέλους στο φαΐ.
Νεάπολη: η αποκάλυψη. Μια βραδιά που είχαμε μελαγχολήσει απ' το πολύ νέον και το πολύ tzatziki σε δεκαπέντε γλώσσες στους καταλόγους, συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής, κάναμε παράκαμψη, και πήγαμε στη Νεάπολη, μεταξύ Ηρακλείου και Αγ. Νικολάου. Πέσαμε σε πανηγύρι, δε χορέψαμε, καθήσαμε στην ταβέρνα "Γεύσεις" και φάγαμε τα ωραιότερα παϊδάκια στο σύμπαν. Και χορτοπιτάκια με μάραθο, που τον αναγνώρισα και το θεωρώ τεράστιο κλέος.

Πλάκα, ταβέρνα "Παλίρροια", κατά τύχη βρεθήκαμε, είναι στον από κάτω δρόμο και δεν το παίρνεις χαμπάρι εξαρχής. Ψάρι φρέσκο και καλοκαθαρισμένο. Η ταβέρνα των διασημοτήτων, ως φαίνεται, κάτσαμε κι εμείς, καλά μας φέρθηκαν, δε μπορώ να πω, γελάσαμε πολύ, μιλήσαμε πολύ, και μάθαμε ότι Το Νησί θα γυριστεί οσονούπω σε ταινία και γυρίσματα θα γίνουν και στην πλάκα.

Τέλος, το Πεύκο, το αγαπημένο Πεύκο, στέκι των Πλακιωτών, και ημών τις τελευταίες μέρες - τα καλά πάντοτε τα ανακαλύπτουμε στο τέλος των διακοπών, το έχω παρατηρήσει. Καφενείο λέει πως είναι, ο λύχνος του Αλλαδίνου αποδεικνύεται. Το γαλακτομπούρεκο της κυρίας Ρίτσας, ο ουζομεζές, τα αληθινά παξιμάδια και ο ανυπέρβλητος ντάκος του. Επιπλέον η αλλεγρία στην ατμόσφαιρα, το γέλιο και η μουσική, κάτω απ' το πεύκο πάντα, όνειρο, τι να λέμε, θα μπορούσαμε να περάσουμε όλη την εβδομάδα εκεί.

Νώντας στον Άγιο Νικόλαο: σουβλάκια και όχι μόνον. Τεράστια και ιδιαίτερα γευστικά. Είναι λίγο όφ ρόουντ από το λιμάνι, αλλά όλοι τον ξέρουν και δικαίως.

Πού να πιείτε: στο Πεύκο, ή στο Ελούντα Μπιτς, στο μπαρ στη θάλασσα, μέχρι τις 12 το βράδυ αφήνουν μη ενοίκους του ξενοδοχείου, άψογη εξυπηρέτηση, όχι φτηνό, αλλά είναι ξεχωριστό μέρος κυρίως λόγω θέσης.

Ε, και λίγος πολιτισμός δε βλάπτει: Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου: ωραιότατη μινωική συλλογή και κάτι ψιλά από κατοπινές εποχές, αρχαία Ολούς κλπ. Τα ευρήματα από τις ανασκαφές της Αγίας Φωτιάς, όχι της δικιάς μας, μιας άλλης βορειοανατολικά, δες το χάρτη στην είσοδο του μουσείου, όπου έλεγαν παλαιά οι αρχαιολόγοι ότι είχαν εγκατασταθεί Κυκλαδίτες, τόσο έντονες ήταν οι επιρροές. Μικρό είναι το μουσείο, δε θα μείνετε για πάντα, σταματήστε, δείτε το και συνεχίστε τη ζωή σας.

Σπιναλόγκα: μικρό νησάκι απέναντι από την Πλάκα. Κατοικήθηκε ήδη κατά την αρχαιότητα, περιτειχίστηκε από τους Ενετούς, δεν είναι το πλέον επιμελημένο κατασκευαστικά κάστρο της Ελλάδας, πιστέψτε με, είναι όμορφο και ο λέων της Βενετίας δεσπόζει, μην τον χάσετε. Κατοικήθηκε κατά την οθωμανική περίοδο της Κρήτης και το 1903 γίνεται προορισμός των απανταχού λεπρών της χώρας, ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950 που βρέθηκε πλέον η θεραπεία και η Σπιναλόγκα ερήμωσε. Τώρα προστατεύεται, ανοίγει και κλείνει τις πύλες της κάθε μέρα και την επισκέπτονται με βαρκάκια όπως ένα μνημείο.

Βαρκάκια άφθονα από την Πλάκα. Καλύτερα από κει, είναι πιο κοντά, έχει και σε Ελούντα και Άγιο Νικόλαο φυσικά. Ένα τέταρτο περίπου η διαδρομή, οδήγησα κιόλας, δεν είναι δύσκολο, μήπως να αφήσω τους δρόμους και να πιάσω τα πελάγη;

Διάβασα ξανά το Νησί της Χίσλοπ για την ιστορία της Σπιναλόγκας και γιατί είναι ένα καλό βιβλίο, τελεία.
Άκουγα τον Ερωτόκριτο, όχι ολόκληρο, για την αίσθηση. Και τον αέρα, και τα βότσαλα να χτυπάνε στην Πλάκα.

Συμπλήρωμα: κι άλλες φωτό προσφορά Κλειούς.