Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αθηνά Χατζή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αθηνά Χατζή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

όπως  δημοσιεύτηκε στο τεύχος των ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ που κυκλοφορεί.


Δεν της άρεσε το φθινόπωρο. Ακόμα χειρότερα· το μισούσε. Μισούσε που σκοτείνιαζε νωρίς, νωρίτερα από τις αχανείς ημέρες του καλοκαιριού εν πάση περιπτώσει, που έπιανε ένα μικρό κρύο που την έβρισκε απροετοίμαστη, ακόμα παραπέρα, απροστάτευτη, χωρίς ζακετάκι, και προπάντων χωρίς κάποιον να της ρίξει το ζακετάκι  στους ώμους. Μισούσε την κίνηση που άρχιζε ξανά μετά από ένα καλοκαίρι χαύνωσης και άδειας πόλης. Ποτέ δεν έφευγε τα καλοκαίρια. Περίμενε να φύγουν οι άλλοι κι εκείνη έμενε στην άδεια πόλη, τη δική της πόλη, που ήταν σαν από πάντα δική της, όλοι οι άλλοι επείσακτοι στο μυαλό της. Έμενε και περιφερόταν μετρώντας χρόνια και καλύπτοντας χιλιομετρικές αποστάσεις με τα πόδια.
Μετά όμως πάντα ερχόταν το φθινόπωρο. Και δεν έβγαινε πια στους μεγάλους δρόμους της πόλης. Η Βασιλέως Κωνσταντίνου απλωνόταν εχθρική, έτοιμοι όλοι να ξεκινήσουν πριν ανάψει καλά-καλά το φανάρι κι εκείνη τους φοβόταν και περίμενε μέχρι να είναι σίγουρη. Η Βασιλίσσης Σοφίας ούτε λόγος. Έτσι έβγαινε μόνο στα πάρκα, στα άλση, εν πάση περιπτώσει, εκεί που δεν είχε φανάρια, επιθετικότητα και πολλούς ανθρώπους. Είχε μάθει να τους ξεχωρίζει. Οι παλιοί, σαν και του λόγου της, οι νεοαφιχθέντες, αδέξιοι, τρομαγμένοι, βλέμμα χαμηλωμένο ή γουρλωμένα μάτια να θαυμάζουν την πόλη που θα θελήσουν κάποτε να κατακτήσουν και που θα τους καταπιεί χωρίς να το καταλάβουν. Και κυρίως αυτοί σηματοδοτούσαν την έλευση του φθινοπώρου: οι καινούργιοι. Ότι δεν της έφταναν όσοι γύριζαν πίσω, αντί να παρατείνουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές ή στο διηνεκές, όπως ονειρευόταν χρόνια τώρα, και ξάφνου, λέει, να μην υπάρχει άλλος τις, παρά εκείνη να μετρά τα πεσμένα φύλλα και τις ξεθωριασμένες μέρες του Σεπτέμβρη.
Όχι ότι δεν τους ένιωθε τους καινούργιους. Κάποτε υπήρξε μία από αυτούς. Ένα παιδί της επαρχίας που κατέφτασε φρέσκια-φρέσκια γεμάτη όνειρα για ζωή χαρούμενη, για ζωή χωρίς μιζέρια. Προερχόταν από ένα μέρος υγρό, έβρεχε σχεδόν πάντα, με νύχτες πηχτές και ομίχλες βαριές και χειμώνες ατέλειωτους. Και είχε ταυτίσει την Αθήνα με τον ήλιο, τη ζέστη, τη χαρά, την έλλειψη μιζέριας. Αυτό.
Όχι όμως το φθινόπωρο. Τα φύλλα, από τα λιγοστά αναλογικά δέντρα, έπεφταν. Στην αρχή είχε φυτά, πολλά φυτά.  Κάθε που φθινοπώριαζε όμως την έπιανε μια στενοχώρια που έχαναν τα φύλλα τους και πονούσε να τα βλέπει κίτρινα και μαραζωμένα να φυτοζωούν κυριολεκτικά. Μετά τα ξεπάτωσε. Δεν τα χάρισε, τα άφησε να πεθάνουν, όπως είχε πεθάνει μέσα της η διάθεση να το παλέψει. Φθινόπωρο εδώ και πολλά χρόνια σήμαινε κάλτσα το βράδυ, τελευταία είχε βρει ένα ζευγάρι πλεχτές μάλλινες που έκαναν τη δουλειά τους μια χαρά, πιτζάμα μακριά, κατά προτίμηση αλλουνού ξεχασμένη χρόνια, ξεβαμμένη, ξεχειλωμένη, αλλά ανθιστάμενη στη φθορά που είχε εκπαραθυρώσει τον «άλλον», εν αντιθέσει με την τέως πιτζάμα του, νυν δική της, κούπα με κάτι, τσάι, χαμομήλι, νερό, γάλα, ουίσκι, ό,τι, όλα ίδια ήταν, με τα χρόνια τα ‘χε δοκιμάσει όλα κι ήταν πολλά τα χρόνια, και σειρές. Οι καινούργιες σειρές στην τηλεόραση. Οι καινούργιες διαφημίσεις. Οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες φάτσες, οι ίδιες φωνές, οι ίδιες λέξεις.
Και μία κόπωση. Οι καινούργιες ταινίες στο σινεμά. Τελευταία λαχταρούσε θρίλερ. Όσο πιο θρίλερ, τόσο πιο καλά. Τέρμα οι ρομαντικές χαζοκωμωδίες. Τέρμα τα όνειρα. Τέρμα το χάπι έντ. Μόνο τρόμος ως αντίδοτο στον τρόμο του χειμώνα που θα ερχόταν πάλι και θα ήταν ίδιος με τον προηγούμενο και κατά πάσα πιθανότητα και με τον επόμενο. Το φθινόπωρο σε όλη αυτή την κατάσταση έπαιζε το ρόλο του προπομπού. Και μόνον.
Μια φορά αποφάσισε να ξενιτευτεί. Σκέφτηκε «άμα έρθει το φθινόπωρο και δε με βρει εδώ…» - δεν ολοκλήρωσε τη σκέψη της. Αυτό που εννοούσαν ήταν ότι άμα έρθει το φθινόπωρο ερήμην της, μπορεί και να περάσει ανώδυνα. Να την προσπεράσει. Άκουσε για ένα φθινόπωρο που τα φύλλα παίρνουν χίλια χρώματα και είναι σαν πανδαισία και πάνε όλοι και τα βλέπουν δεξιά κι αριστερά στο δρόμο και της φάνηκε τόσο απόλυτα βλακώδες που το βρήκε ιδανικό. Δεν πήγε. Κάτι την κρατούσε σ’ αυτή την πόλη, με τα στραβά της και τ’ ανάποδά της, και κυρίως με την ασφάλεια ότι το χειρότερο φθινόπωρο του κόσμου ήταν εδώ, γιατί να το γυρέψει αλλού;
Δεν τη συγκινούσε το ηλιοβασίλεμα που το ‘χε απλόχερα κάθε μέρα στο μπαλκόνι της. Δε σκιρτούσε με τα χρώματα του ουρανού και τα σχήματα των σύννεφων.  Δε μελαγχολούσε γλυκά με τα διαβατάρικα, τα αποδημητικά πουλιά που περνούσαν πάνω απ’ το κεφάλι της γυρεύοντας τις χώρες του ήλιου, τι, χαζά ήταν; Δεν αποθυμούσε τις μέρες που πήγαινε σχολείο και της αγοράζανε τα καινούργια σχολικά. Και τότε ζόρικο ήταν το φθινόπωρο, πόσο μάλλον τώρα πια.
Τώρα πια προσποιούνταν πως δεν υπήρχε. Κυκλοφορούσε περισσότερο με το μετρό, για να μη βλέπει το φθινόπωρο. Μόνη ανακούφιση οι μέρες που έπαιρνε η πόλη να ντύνεται χριστουγεννιάτικα και δεν υπήρχαν εποχές πια κι ήταν σαν  ψεύτικη, αλλά αυτό αργούσε ακόμη. Γενικώς ήθελε καμουφλάζ, στη ζωή, στην πόλη, στις εποχές. Όταν πρωτοέγινε λόγος για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την κατάργηση των ενδιάμεσων εποχών, μόνο που δε βγήκε στην πλατεία Συντάγματος να πανηγυρίσει. Ήταν φθινόπωρο όταν το άκουσε κι είπε «Θεέ μου, επιτέλους, υπάρχεις». Τελικά, δεν έγινε έτσι. Το φθινόπωρο δεν καταργήθηκε ποτέ, τουναντίον, τα τελευταία χρόνια σαν ενισχυμένο το ‘βλεπε, σαν πιο διεκδικητικό, σαν κάτι περισσότερο από συνήθως να ζητούσε.
Της ζητούσε να ζήσει. Να μην αναβάλλει. Αλλά εκείνη δεν το είχε. Ποτέ δεν το είχε. Διαβιούσε λάθρα, κρυφίως, σιωπηλά, στις γωνίες και στο περιθώριο του βίου των άλλων. Άμυνά της μία ραγισμένη, χριστουγεννιάτικη κόκκινη κεραμική κούπα. Την έβγαζε με το που έμπαινε ο Σεπτέμβρης, την καταχώνιαζε στα έγκατα του ντουλαπιού ό,τι μπουμπούκιαζαν οι αμυγδαλιές. Το είχε σα φυλαχτό, ας πούμε, σα μυστική σκέψη και σα συνταγή επιβίωσης: 22 φθινόπωρα είχε βγάλει με την κούπα αυτή, ραγισμένη απ’ το πρώτο κιόλας, ελαττωματική γαρ, στο τμήμα προσφορών αγορασμένη. Και η συνταγή ήταν απλή: όσο αντέχει η κούπα και δε σπάει, έτσι κι εκείνη· ραγισμένη, αυτό δε χωράει συζήτηση, πλην δε θα σπάει κάθε που μπαίνει το φθινόπωρο, κάθε που ψυχραίνουν οι νύχτες στην πόλη, θα αντέχει, θα το αντέχει κι ως το επόμενο φθινόπωρο, έχει ο Θεός, που ξέρεις, μπορεί μια μέρα να ευτυχήσει και φαντάσου, λέει, αυτή η μέρα να ‘ρθει και να ‘ναι φθινοπωρινή.