Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Επιστολή στην άνοιξη

Ω, γλυκύ μου έαρ, μικρό βλαμμένο έαρ,

καλώς ήρθες. Θα περίμενε κανείς να μου φέρεις μία συγκίνηση, μια ροπή προς τις νεραντζιές, μια απαντοχή του Πάσχα, μία ανατριχίλα. Όχι, άχρηστο έαρ, μου έφερες ρίγη αρρωστίλας, μία ίωση απαίσια, λίγη αρχή αλλεργίας και μία απίστευτη βαρεμάρα που ξανάρθες και θα ξαναφύγεις κλπ. κλπ.

Ω βλαμμένο έαρ, σήκω και φύγε, να έρθει μία ώρα αρχύτερα το καλοκαίρι, να σιχτιρίζω κατά το δοκούν και χωρίς να με παρεξηγούν οι ρομαντικές φύσεις που κάτι προσδοκούν από την άνοιξη.

Ω πανάχρηστο έαρ, τα άνθη μου ετοιμάζονται να ξεσαλώσουν μετά από έναν σύντομο, thank God, χειμώνα, κι εγώ βαριέμαι να συμμεριστώ τη χλαπαταγή.

Ω πλέον βαρετό έαρ όλων των εποχών, που ήρθες ορμητικά μετά τον παγετό, ούτε ένα χιόνι της προκοπής δε μπόρεσες να επιτρέψεις με την ηλιθιότητα που σε δέρνει.

Ω έαρ, ξεφορτώσου μας και πάρε μαζί και τις προσδοκίες σου, enough is enough. Και ξέρεις κάτι; Κάπου τώρα είναι φθινόπωρο, μη χαίρεσαι, Άνοιξη που ποτέ δεν άνοιξες τίποτα.

Εις το επανιδείν.