ΤΑΞΙΔΙΑ: ΤΙ ΕΚΑΝΑ, ΤΙ ΔΕΝ ΕΚΑΝΑ, ΤΙ ΔΕ ΘΑ ΕΚΑΝΑ ΠΟΤΕ, ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ, ΤΙ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ, ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΩ, ΤΙ ΑΚΟΥΩ, ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΙ, ΠΟΥ ΝΑ ΞΑΝΑΠΑΤΕ, ΠΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΤΕ ΠΟΤΕ, ΤΙ ΝΑ ΦΑΤΕ, ΤΙ ΝΑ ΠΙΕΙΤΕ, ΤΙ ΝΑ ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΤΕ ΚΑΙ ΤΙ ΝΑ ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ.
Σάββατο 22 Αυγούστου 2009
ΤΙ ΕΜΑΘΑ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
1. Να οδηγώ καϊκι, συνέβη δις, την πρώτη διστακτικά, τη δεύτερη με σιγουριά, και τις δύο με άπειρο γέλιο.
2. ότι τα εντομοαπωθητικά τα αγοράζεις στο σούπερ μάρκετ από την κυρία στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου μου στην Κρήτη σε ερώτησή μου για το πως αντιμετωπίζει το ξενοδοχείο το έντονο πρόβλημα με τα κουνούπια.
3. ότι δεν υπάρχει δε μπορώ, υπάρχει δεν αντέχω άλλο στο πόσες φορές θα γεμίσει και θα αδειάσει μια βαλίτσα με τα ίδια περίπου πράγματα σε ευφάνταστους συνδυασμούς.
4. κι αυτό δεν είναι αστείο: ότι είμαστε επιλήσμονες ως είδος κι αυτό πληρώνουμε επί της ουσίας. Αναφέρομαι στις φετινές φωτιές που ακολούθησαν δύο μόλις χρόνια μετά τις προπέρσινες φωτιές.
Η φωτό πέρυσι το χειμώνα από την Πάρνηθα με τον εύγλωττο πλην αφελή, ως απεδείχθη, τίτλο "για να μην ξεχνιόμαστε" - ξεχαστήκαμε...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
μόλις επέστρεψα από Πύλο. πολύ όμορφα και η παρέα εκλεκτη!
ΑπάντησηΔιαγραφήσου στέλνω ένα κείμενοπου είχα γράψει στην εφημερ'ιδα Δρομέας τότε δυο χρόνια πριν για την καταστροφή της Πάρνηθας. Έτσι επειδή ξεχάσαμε τελικά και το παράλογο παραμένει πάντα επίκαιρο:
Φλεγόμενες συνειδήσεις
της Τέσυς Μπάιλα - Βενετούλη
Η εξοχή βρισκότανε στην ήβη
και το πράσινο ασελγούσε
κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας
έσερνε ο Ιούνιος της υπαίθρου
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Πεθαίνει άραγε ένα βουνό;
Κλείνει τα μάτια του και χάνεται αφημένο στην πυρπολημένη μανία της απληστίας, ή μήπως αφήνεται να σβήνει κουρασμένο από την ανθρώπινη ματαιοδοξία, που δεν κατάφερε να γίνει αντάξια της προσφοράς του;
Γιατί, είναι σίγουρο, ότι χρειάζεται μια μεγαλειώδη καταστροφή, μια αιματηρή, ασύλληπτη απώλεια, για να αντιληφθούμε κάποτε το μέγεθος της δωρεάς, που, απλόχερα και διακριτικά μας δόθηκε. Αφού σπάνια η επίγνωση της εύνοιάς του το συνοδεύει στη σκέψη μας.
Λουλούδια σε αρμονική πολυχρωμία, πλούσια βιοποικιλότητα, μια πράσινη αγκαλιά, μια μπουκιά ζωής γεμάτη ομορφιά και γλύκα. Τόπος στοργής κι ελπίδας σε μια πόλη όμως, που δεν αντιστρατεύτηκε στη προδοσία του. Ένας ολόφωτος παράδεισος, που μας καλούσε να δραπετεύσουμε στα μύρα της πιο δροσερής αυγής, μια καταπράσινη μαχαιριά στο γκρίζο τοπίο της πόλης μας. Η Πάρνηθα. Αυτό ήταν.
Μια τρυφερή καρδιά που ρύθμιζε την κυκλοφορία στο σώμα αυτής της πόλης. Ένα καλλίγραμμο σώμα τορνευμένο από τον οίστρο του ήλιου να αγαλλιάται, βυθισμένο στο απολλώνειο φως. Μια μήτρα που κυοφόρησε τόση αγάπη, τόση αφθονία ομορφιάς, αντίδωρο στη δική μας επιπόλαιη αδιαφορία.
Σήμερα, ένα κομμένο λουλούδι, η Πάρνηθα, εκτεθειμένο στον ήλιο, να αναζητά περίλυπα τα πρώτα χάδια, παρηγοριά στο γυμνό της σώμα.
Το φως του ήλιου, σιωπηλά, χαϊδεύει τη ράχη της. Παρηγορεί μελωδικά την τσακισμένη της περηφάνεια και στοργικά την αγκαλιάζει για να δώσει και πάλι πνοή στην απανθρακωμένη της σάρκα. Σα μέλι απλώνεται, για να γιατρέψει με χάδια και φιλιά το πονεμένο κορμί.
Μια σαρκοβόρα φωτιά, φίδι που τυλίχτηκε στα λιγνά κορμιά σπάνιων ελάτων και πεύκων, όλη τη νύχτα ξέφρενα πανηγύριζε πάνω στο λουσμένο νιότη σώμα του βουνού. Η φρικαλεότητα ακροβατούσε και η πύρινη ροή καταφλόγιζε το δάσος, που γαλήνιο αποκοιμόταν, νανουρίζοντας στις φυλλωσιές του τα όνειρα των πουλιών. Και χάθηκε η ομορφιά σαν ίσκιος ονείρου.
Τι να σκέφτηκε άραγε εκείνο το μικρό πεύκο, λίγο πριν χαθεί για πάντα μέσα στον τρελό πύρινο χορό;
Ποιο αναίτιο γιατί να πλανήθηκε στα πολύκλαδα όνειρά του, όταν η πυρκαγιά, ρήγισσα της βραδιάς, κατέκαψε τη βακχική του νιότη και το μετέβαλε σε λαμπρό πυροτέχνημα;
Ο χρόνος θα φέρει ένα περίλυπο φθινόπωρο να αναμετρά τα λάθη του ασυλλόγιστου καλοκαιριού. Έντρομο να αναμετρά την παραφορά της οδύνης και να χαλκεύει μνήμες στην άγνοια των μελλοντικών γενιών, αναζητώντας τα αίτια και τα αιτιατά του τραγικού χαμού.
Μαινόμενη τίγρισσα, η φωτιά παρέλασε για άλλη μια φορά, κρατώντας από το χέρι σφιχτά την ασυνειδησία. Ήχοι που έσβησαν σιωπούν εκκωφαντικά. Μια κατατροπωμένη λογική αχνοακουμπάει την πονεμένη βουνοκορφή και μάταια ψάχνει ανάμεσα στους πύρινους λόγους, που διακαώς αλλά ανώφελα εξαπολύονται, μιαν άκρη στον λαβύρινθο της συνείδησης όσων ασυνείδητων, επονείδιστα προδιαγέγραψαν το τέλος.
Ένας κόσμος εικόνων θολώνει την όραση και πυρακτώνει το νου, τώρα που το βουνό, τόπος πλασμένος για τη πλημύρα της ηδονής, φλεγόμενο ακόμα, κλαίει δίπλα μας.
Μελαγχολικοί άνεμοι, τη λάμψη της αναλγησίας αναρριπίζουν. Χιλιάδες πουλιά, κρυμμένα στις φυλλωσιές σώπασαν για πάντα.
Τώρα η ζωή, κυνηγημένο πουλί, φωλιάζει στα κλαδιά της απελπισίας και οι νύμφες του βουνού, κατατρεγμένες κι αυτές, θρηνούν γοερά στις σπηλιές τους τα βράδια. Πάνω στη προσφερόμενη επιφάνεια της καμένης γης, η ίδια η απόγνωση βρίσκει τόπο να ξαποστάσει. Ένας αστερισμός ήχων, χρωμάτων και ευωδιάς έσβησε για πάντα.
Πώς να κοιτάξει κανείς τη συνείδησή του στα μάτια χωρίς να γίνει παρανάλωμα του πυρός;
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα αναστηθεί ο Νάρκισσός και πάλι;
Θα βρει τόπο να βλαστήσει η νέα ελπίδα για να ψιθυρίσει γλυκόλογα στ' αυτιά των δέντρων;
Άραγε ο Παρνήθιος Δίας θα καταφλογίσει με τους κεραυνούς του τη χυδαία επιπολαιότητα, την απροκάλυπτη ιδιοτέλεια που διέπραξε το έγκλημα;
Ο τρόπος που διαλέξαμε να ζούμε οδηγεί στο θάνατο της φύσης εκεί, που πρώτα ρόδιζε η ελπίδα. Εκεί, που η αχόρταγη φωτομανία του Απόλλωνα δωροδοκούσε τη ψυχή με σταλαγματιές χρυσάφι φωτός στο πανέμορφο δάσος.
Ένας μεγάλος, καταπράσινος ορίζοντας, μια ατελείωτη διαδοχή χρωμάτων και εικόνων, που όριζε το ανεπανάληπτο της φύσης, χάθηκε. Ίσως μετά από αιώνες αναγεννηθεί, Φοίνικας από τις στάχτες του, με τη δύναμη που η φύση, αιώνες τώρα, ορίζει την άνοιξη των πραγμάτων.
Το σίγουρο είναι όμως, ότι για μας, χάθηκε για πάντα.
Τέσυ Μπάιλα
Τέσυ,
ΑπάντησηΔιαγραφήσ' ευχαριστώ για το κείμενο, δεν έχω να προσθέσω κάτι...
Κατά τα λοιπά, επέστρεψα. Η θερινή ραστώνη έλαβε τέλος, καιρός για εργασία.