Durrell, τέλος |
κι εδώ από Γιοβάνα
και ήρθε το θέρος, καλώς ήρθες και πάλι τρελό καρναβάλι, και επιβιβαστήκαμε στο γαλαζόπλωρο Μπλου Σταρ και μας πήγε μια τουρνέ σε κάτι νησιά ελάχιστα, αυτά που ονόμασα έκτοτε νησιά τσέπης. Αρχής γενομένης από τη Σχοινούσα.
Φτάσαμε νύχτα, δηλαδή 2. Ήταν να φτάσουμε λίγο λιγότερο νύχτα, δηλαδή 1. Αλλά, όπως μας εξήγησαν, πάντοτε αργεί. Εντάξει, δεν το κάναμε και θέμα, διακόπτοντες γαρ, τι έγνοια να ΄χαμε, καμιά, επιβιβαστήκαμε στο φοβερό βανάκι της τρομερής Ευδοκίας και φτάσαμε στα κρεβατάκια μας προκειμένου να εναποθέσουμε τα κουρασμένα μας κορμάκια.
Και ξυπνάω που λες το πρωί και ανοίγω τη μπαλκονόπορτα και τυφλώνομαι, γιατί είχα ξεχάσει η άφρων τι πάει να πει φως Κυκλάδων, αυτό που χάρισε στον ποιητή το Νόμπελ και σε μένα μία αφελή προδιάθεση στο σφάλλειν ένεκα μοντερνιστικών προβολών - τι σε ταλαιπωρώ κι εσένα τώρα, ας σου πω καλύτερα για τη νήσο Σχοινούσα.
Η Σχοινούσα δεν είναι μικρή, είναι ελάχιστη, να την πιεις στο ποτήρι και κεχαριτωμένη, σα δαντελωτή, σαν ελαφριά, σαν κοριτσόπουλο που βάζει τ' άσπρα του και πάντως θες να τη συνοδεύεις με Γιάννη Καλατζή και κάπως σου 'ρχεται σαν όλες οι αγάπες σου να 'χουν γίνει μια:
Άσπρα θα φορέσω, ερμηνεία Γιάννης Καλατζής, Στίχοι Πυθαγόρας, Μουσική Γιώργος Κατσαρός
Απορία: τίς εστι Θάνος;
Επιστρέφω στο νησί (νοερά, φευ...). Έχει δε για το μέγεθός της άπειρες παραλίες η μία ωραιότερη από την άλλη και θα σου πρότεινα να αποταχθείς το τουτού σου, το παπί σου, τη γουρούνα σου, κλπ. και να πάρεις αθλητικά σου αφενός (μά κάτι φλούο της νάικι, δε θέλω να διαφημίσω, αλλά αφού τα αγάπησα και τα απέκτησα το δηλώνω, μούρλια στο κυκλαδίτικο φόντο) και τα μπούτια σου αφετέρου και να πεζοπορήσεις και να ανακαλύψεις το ωραιότερο μικρό νησάκι της υφηλίου (εντάξει μου 'χουν μείνει κάμποσες χιλιάδες μικρά νησάκια στον πλανήτη, αλλά ας υπερβάλω λιγάκι, καλοκαιράκι έχουμε ακόμη και τώρα που σου γράφω ακούω τα τζιτζίκια και μία πριονοκορδέλα, άρα πρώτον έχουμε καλοκαιράκι και δεύτερον είμαι στην Ελλάδα).
Η αγαπημένη μου παραλία στη Σχοινούσα είναι η μυστική παραλία που δεν έχει όνομα, αλλά έχει άλλη μία μυστική παραλία δίπλα και δε θα την έβρισκα φυσικά, αλλά μοιράστηκε ευγενώς το μυστικό μαζί μας ο κύριος Νίκος, τον οποίο ευχαριστώ και δημοσίως.
Δε θα σου πω που θα τη βρεις. Ή θα με πάρεις μαζί σου, ή θα στο πει ο κύριος Νίκος, ή θα τη βρεις μόνος σου. Διάλεξε και πάρε. Θα σου πω όμως για τις άλλες, τις φανερές παραλίες, που λένε πως είναι 18. Προέκυψε ένα ζήτημα με την παραλία Αλυγαριά ή Κάμπος, ποια δηλαδή από τις δύο ήτο. Με άλλα λόγια, εμείς νομίσαμε ότι πήγαμε στον Κάμπο, με βάση το σχήμα στο χάρτη, μας είπαν όμως ότι ήταν κατά βάσιν η Αλυγαριά. Το έλυσα, όπως λύνονται όλα, εκ των υστέρων, είναι, σου λέει, δυο τρεις Αλυγαριές και τη μία τη λένε και Κάμπο, πάντως υπήρξε εξαιρετική. Αν σου αρέσει το κολύμπι μέχρι ξεπατώματος, η Σχοινούσα ενδείκνυται. Έχει θάλασσες αφρό και πολλές μικρές σπηλιές, να νιώθεις σαν Αμοργός του Γκάτσου ώρες-ώρες:
Τι να μου κάμει η σταλαγματιά, Ερμηνεία Φλέρυ Νταντωνάκη, Στίχοι Νίκος Γκάτσος, Μουσική Μάνος Χατζιδάκις
Κατάνυξη, Φλέρυ, Γκάτσος, Μάνος, όταν υπήρχαν λόγια, μουσικές, φωνές και γενναιότητα συναισθήματος. Ξέρεις, τότε, παλιά στο Κάνσας. Επάνελθε.
Σχοινούσα ίσον τα πρώτα σύκα της χρονιάς κι αν το ακούσεις από άνθρωπο κατεξοχήν συκοφάγο, έχει μία αξία. Δώρο Κατερίνας, εξ Αγρινίου ορμωμένης, στη Σχοινούσα εγκατεστημένης. Και με φόντο το απέραντο γαλάζιο, κουβεντούλα για κοντοσούβλια και κοκορέτσια, έτσι, γλυκιά μου, το αίμα θα μιλάει πάντα, θα παφλάζει και θα κοχλάζει και οι αδύναμες ιδιοσυγκρασίες ας λιποθυμούν, δε θα τους μαζεύουμε, έχουμε δουλειές, όπως, ας πούμε, να συνεχίσουμε την παρούσα περιγραφή.
Η Σχοινούσα
έχει ένα χωριό, τη Χώρα της, ξέρεις, γαλάζιο, λευκό, σπιτάκια, δρομάκια,
θημωνιές, πάρε και δύο αφούς Κατσιμίχα σε ποίηση της Λένας Παπά, η μέρα σηκώνει το συνειρμό, άσε
που θ' αρχίσει να γεμίζει και πάλι το φεγγαράκι και ν΄αφήνει πτώματα στο διάβα
του:
Και ακούγεται λίγο άχαρο αυτό με τη σπίθα και την πυρκαγιά, όταν καίγεται η Χίος, και ξέρω ότι υπάρχουν, πέρα από τους ανώνυμους ανθρώπους που δεν έμαθα ποτέ, άνθρωποι φίλοι με ονοματεπώνυμο που ζορίζονται και πονάνε με τον όλεθρο και μαζί κι εγώ.
Η Σχοινούσα έχει στη χώρα μια πλατεία που σταματήσαμε για ρακόμελο και έναν ελληνικό αντιστοίχως σε μία παρόρμηση της στιγμής, και καθήσαμε απέναντι από την πινακίδα που σήμαινε την πλατεία ως πλατεία Ντόλη Μωνούρη ή κάπως έτσι και λύσσαξα να μάθω ποια είναι η Ντόλη και δεν έμαθα ποτέ και κυρίως γιατί έχει πλατεία, έστω μια μικρή πλατεία σ' ένα μικρότατο νησί, και πως θα γίνει ν΄αποκτήσω κι εγώ τουλάχιστον μία.
Η
Σχοινούσα είναι τα περισσότερα αστέρια που έχω δει εδώ και πάρα πολλά χρόνια κι
ο αγαπημένος μου περίπατος είναι Χώρα-Λιμάνι εν τω μέσω της νυκτός χωρίς
φακό. Αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούν παρά ελάχιστα, είναι απολύτως ασφαλές νησάκι,
κι ο ουρανός ανυπέρβλητος.
Έχει
και μία ιστορία άκρως σαγηνευτική με αρχαία, αρχαιολάτρες, αρχαιοκάπηλους,
βίλες, βιαιότητες, μίση, πάθη και σκοτεινά συμφέροντα, σα μυθιστόρημα μου ακούστηκε
- δεν ήταν - και ανάμνηση αυτής ο περιστεριώνας.
Κάπου
εδώ θα σε αφήσω, μαίνεται ο άνεμος, και παρότι απέκτησα πλέον ανεμολόγιο, δε
μπορώ η αδαής να ξεχωρίσω τι σόι αέρας είναι, είναι πάντως ανελέητος και
αποκαλυπτικός. Με άλλα λόγια, σπείραμε ένα θεσπέσιο καλοκαίρι, ας θερίσουμε
τώρα τους καρπούς των κόπων μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου