Ένα καλοκαίρι, Ερμηνεία Αφροδίτη Μάνου Στίχοι: Αλέξης Αλεξόπουλος Μουσική: Γιάννης Σπανός
Η Γαύδος, φίλε μου, είναι μακριά, τόσο μακριά που δεν το πιστεύω ακόμα ότι και πήγα και ήρθα. Η Γαύδος ήταν προορισμός που ήθελα χρόνια, όχι γιατί μου είχαν γυαλίσει τα κάλλη της, τα οποία είναι διόλου ευκαταφρόνητα, όπως θα αναπτύξω εν συνεχεία, αλλά για δύο λόγους: πρώτον και πεζότερον, γιατί είναι το νοτιότερο σημείο της Ελλάδας και της Ευρώπης λένε (της ποιάς; σόρι κιόλας...) και δεύτερον, κυριότερον και ποιητικότερον γιατί ταυτίζεται με την ομηρική Ωγυγία και την καψερή Καλυψώ που πιο γυναίκα κι από γυναίκα του του στάθηκε του νοσταλγού που για το νόστιμον ήμαρ μετά από επτά συναπτά την άφησε τη νόστιμη να μπαγιατέψει και πήρε το μεγάλο δρόμο για την Ιθάκη. Κι εκείνη, όπως αφηγήθηκα προσφάτως σε ώρα μεγάλης χαράς στη θάλασσα της Γαύδου, του είπε "you can go now".
Τέλος πάντων, κρίμα η κοπέλα, να ζήσουμε να τη θυμόμαστε. Της το αφιερώνουμε:
To all of you, Syd Matters
Πως πάς: πας στον Πειραιά, επιβιβάζεσαι σε ένα κτηνώδες καράβι για Χανιά, εμείς στο Έλυρος, pas mal, απέναντι από έναν καινούργιο εξίσου κτηνώδη ΑΒ, και εκεί μέσα περνάει η ώρα. Έχει και μαγαζί το οποίο εκτός των άλλων πούλαγε και τη Sagrada Familia μου. Ιδού η απόδειξη:
Το πρωί, όταν λέμε πρωί εννοούμε πεντέμιση, το είχαν το αχάραγο οι φετινές μου διακοπές, παράπονο δεν έχω, έφτασες. Από τη Σούδα πας στο ΚΤΕΛ και βγάζεις εισιτήριο για Χώρα Σφακίων, ενώ ήδη σου τρέχουν τα σάλια για σφακιανή πίτα.
Περιμένεις να αποθηκεύσεις την αποσκευή σου μέχρι τις οκτώμιση που φεύγει το λεωφορείο για Χώρα, εις μάτην περιμένεις, την αποθήκη διαφεντεύει το μόνο αγενές πλάσμα, διότι άνθρωπο δυσκολεύομαι να τον χαρακτηρίσω, της νήσου Κρήτης, ας μου πει κάποιος ότι δεν είναι Κρητικός, δεν το δέχομαι. Σκοτώνεις την ώρα σου σε καφετέρια του λιμανιού, δίπλα είναι, όπου σου τον πιάνουν για ένα κρουασάν που μοιάζει λίγο με κρύο μπριός και πολύ με μία τεράστια αηδία.
Μπαίνεις στο λεωφορείο που δεν είναι ένα, αλλά τρία εν προκειμένω, γιατί σου λέει, μαντάμ η Γαύδος έχει σουξέ, τέλος, και νομίζεις ότι έχεις θέση αριθμημένη, όχι, δεν έχεις, τι το πέρασες ΚΤΕΛ Αχαΐας, κάθεσαι όπου βρεις, όμως όλοι κάθονται, αυτό το αναγνωρίζω, και περνάς τα τρομερά βουνά, που ναι, είναι τα Λευκά Όρη, άλλως πως Μαδάρες, και φτάνεις στη Χώρα Σφακίων και βλέπεις και το δρόμο της Ανώπολης και θυμάσαι κάτι ερείπια και κάτι σύκα, ίσως όχι με αυτή τη σειρά, και συγκινείσαι.
Βγάζεις εισιτήριο μαζί με τις ορδές των διακοπτόντων, και κάθεσαι στον καφενέ δίπλα στο λιμανάκι, όπου χλαπακιάζεις κατιτίς. Το πλοιάριο, φέρι μπόουτ, ας πούμε, σε φορτώνει και σε πάει τρεις ώρες δρόμο μέσα στο Λιβυκό. Εκεί σε πιάνει μια άγρια χαρά, αν είσαι φαν, που πλέεις στην πορεία των Αιγυπτίων και των Μινωιτών και φτιάχνεις εικόνες στο άυπνο κεφάλι σου, και φτάνεις.
Το λιμάνι της Γαύδου είναι...μικρό, το ξέρω, δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις. Το λένε δε Καραβέ. Εκεί σε περιμένει λεωφορείο εντελώς Η κυρία Ντορεμί, είπαμε, αν δεν είχες γεννηθεί ψάξτο, μη με κουράζεις κι απόκαμα τόσα πηγαινέλα, αλλά άμα είναι γεμάτο, θα ξανάρθει, οπότε κάθεσαι σε έτερο καφενέ, όπου η κυρία Λίτσα σε ταΐζει και σε ποτίζει και ο κύριος Γιώργης σε ξομολογάει κανονικότατα. Άμα πας, να μου τους φιλήσεις.
Σαρακήνικο: το χωριό. Σπιτάκια, ταβέρνες, μπαράκια και πολλά, μα πολλά αντίσκηνα. Η Γαύδος είναι ο παράδεισος του κάμπερ. Μια τεράστια αμμουδιά, είναι όλα χτισμένα στην άμμο, και το γνωστό από παλαιότερες αναρτήσεις λεοπάρ βαλιτσάκι τα βρήκε σκούρα αλλά ανταπεξήλθε, παρότι κάποια στιγμή μου θύμισε μια bmw που είχε κολλήσει σε μιαν άμμο της Άνδρου, αλλά ήταν βαλίτσα, όχι αμάξι και ήμασταν σε άλλο νησί, οπότε το λύσαμε.
Στη Γαύδο μας βρήκε η πανσέληνος που μας καταδίωκε απηνώς από τις Μικρές Κυκλάδες. Ήταν μια νύχτα που έγινε σα μέρα και καθόμασταν στο καφέ του χαμένου χρόνου και περνούσαν φιγούρες όλη νύχτα στην τεράστια αμμουδιά και ακούγονταν μουσικές ανάκατες, από Χαΐνηδες μέχρι Μπρέγκοβιτς από το Underground και η κατάσταση είχε απογειωθεί. Η Γαύδος, αν θες τη γνώμη μου, είναι αίσθηση και όχι τόπος και σίγουρα πρόσφορη για δημιουργία προσωπικών τοπίων.
Κολυμπάς κι εκεί όσο θες. Τρυπητή, η απόλυτη παραλία, Λιβυκό από τη μεριά της Αφρικής - δε φαίνεται, οποία απογοήτευση, είναι λέει σαν Πειραιάς-Χανιά, πουρ Αιγύπτιοι, τι ξεπατωμός! Εκεί υπάρχει η περίφημη καρέκλα, μια κτηνωδών διαστάσεων καρέκλα, στην κορυφή της μικρής βραχώδους απόληξης πάνω από τη θάλασσα. Δεν είναι μακριά, σε δέκα λεπτά έχεις σκαρφαλώσει. Δεν έχει τρόπο ν' ανέβεις στην καρέκλα, εκτός αν έχεις δυνατά μπράτσα ή κάποιος με δυνατά μπράτσα σε ανεβάσει: δεν ανέβηκα, το ομολογώ. Αλλά, όπως μου είπε ένας μάλλον σοφός άνθρωπος, δεν πειράζει, ούτε εγώ ανέβηκα.
Εγώ συνεπώς πήγα εκεί για την καρέκλα, γιατί δεν ήξερα και τίποτε άλλο, αλλά μετά από μία μικρή πεζοπορία σε μονοπάτι μάλλον βουνίσιο, μέσα σε πέυκα και κέδρους, φτάνεις στην παραλία και τρελαίνεσαι. Δύσκολη θάλασσα με κύματα και ρεύματα, πουρ Οδυσσέας και πουρ Καλυψώ, εμ μόνη, εμ στις εσχατιές του κόσμου, αλλά Λιβυκό ίσον αγριάδα, κι άμα σου αρέσει. Κολύμπησέ την, αν το χεις, και δε θα χάσεις. Θα βρεις τη σπηλιά της Καλυψούς που εκεί που καθόταν τσουπ το κύμα της τον ξέβρασε, στ' ορκίζομαι, σα να το είδα μπροστά μου, κι από την άλλη μεριά, θα βρεις όχι μία που φαίνεται, αλλά τρεις καμάρες, που φαίνονται σκιαχτικές και είναι, αλλά άμα έχεις παρέα, πήγαινε, θα αποζημιωθείς με το ωραιότερο κολύμπι του κόσμου.
Να πας και στο φάρο, τον συντηρήσανε, τον φυλάνε ο Γιώργης και η Σεσίλ, έχεις δει την Άνναμπελ από τα Κορίτσια στον Ήλιο; Ίδια κι ο Βόγλης δεν πιάνει μία μπροστά στο Γιώργη. Η Σεσίλ λοιπόν μαζεύει καλέντουλες και φτιάχνει ένα λαδάκι βάλσαμο κυριολεκτικά ένα κι ένα για τις πληγές του καλοκαιριού.
Ο φάρος μέσα έχει ένα μουσείο με φωτογραφίες όλων των φάρων της χώρας και μια σειρά Οδηγιών προς ναυτιλλομένους
και μπορείς ν' ανέβεις μέχρι επάνω.
Στη μία πλευρά βλέπεις την Κρήτη. Στην άλλη δε βλέπεις απλώς, νιώθεις το Λυβικό, κι ας έφαγα άπειρη κοροϊδία απ΄ τους αναίσθητους φίλους μου, ναι ήταν η πιο έντονη εμπειρία της ζωής μου, η θάλασσα είναι στρογγυλή κι απέραντη και μπλε και νιώθεις σαν τους παλιούς ναυτικούς, ότι ο χάρτης τελειώνει, ο κόσμος τελειώνει και θα πέσεις στο κενό. Αν αυτό δεν είναι έντονο, τότε τι είναι;
Η Γαύδος είναι κι άλλα, αλλά εμένα αυτά μου μείνανε. Έχει κι άλλες παραλίες πολλές, και την τελευταία μέρα γνωρίσαμε έναν άνθρωπο ο οποίος κάνει αυτή τη δουλειά, έχει ένα μεγάλο φουσκωτό και σε πάει όπου τραβάει η όρεξή σου. Αν σε ενδιαφέρει, επικοινώνησε να σε παραπέμψω αρμοδίως.
Και ολίγα πρακτικά: έχει ρεύμα διαρκώς. Κάνει κάτι μικροδιακοπές, αλλά κανένα πρόβλημα. Έχει τρελό κουνούπι, λάβε τα μέτρα σου. Έχει και δεν έχει σήμα κινητού, αυτό κακό δεν το λες, εκτός αν έχεις κανά βασανάκι, στην οποία περίπτωση, πάρτο μαζί σου. Έχει παντοπωλείο, δεν έχει φαρμακείο, έχει αγροτικό γιατρό, δεν έχει βενζινάδικο, ΑΤΜ και ένα σινεμά που είχε δεν το έχει.
Έχει πολλά κατσίκια, ζωντανά γύρω τριγύρω και μαγειρεμένα, αλλά είναι τούμπανο το οφτό, οπότε προσοχή αν έχεις ευαίσθητο στομαχάκι. Δε χρειάζεσαι παπούτσια, εκτός από σαγιονάρες και, μάντεψε, αθλητικά για το περπάτημα. Έχει έναν κύριο που νοικιάζει αμάξια, μπορείς να νοικιάσεις για μια μέρα, αξίζει, και έχει και ραδιόφωνο που ακούς Γαύδος FM και Ερωτόκριτος FM.
Διαβάζω την Οδύσσεια, στη μπλε έκδοση OCT, για να θυμηθώ τα χαΐρια του ζεύγους στη νήσο Γαύδο. Κι ακούω αυτό:
Οδυσσέας, Νάμα
Η Γαύδος, φίλε μου, είναι μακριά, τόσο μακριά που δεν το πιστεύω ακόμα ότι και πήγα και ήρθα. Η Γαύδος ήταν προορισμός που ήθελα χρόνια, όχι γιατί μου είχαν γυαλίσει τα κάλλη της, τα οποία είναι διόλου ευκαταφρόνητα, όπως θα αναπτύξω εν συνεχεία, αλλά για δύο λόγους: πρώτον και πεζότερον, γιατί είναι το νοτιότερο σημείο της Ελλάδας και της Ευρώπης λένε (της ποιάς; σόρι κιόλας...) και δεύτερον, κυριότερον και ποιητικότερον γιατί ταυτίζεται με την ομηρική Ωγυγία και την καψερή Καλυψώ που πιο γυναίκα κι από γυναίκα του του στάθηκε του νοσταλγού που για το νόστιμον ήμαρ μετά από επτά συναπτά την άφησε τη νόστιμη να μπαγιατέψει και πήρε το μεγάλο δρόμο για την Ιθάκη. Κι εκείνη, όπως αφηγήθηκα προσφάτως σε ώρα μεγάλης χαράς στη θάλασσα της Γαύδου, του είπε "you can go now".
Τέλος πάντων, κρίμα η κοπέλα, να ζήσουμε να τη θυμόμαστε. Της το αφιερώνουμε:
To all of you, Syd Matters
Πως πάς: πας στον Πειραιά, επιβιβάζεσαι σε ένα κτηνώδες καράβι για Χανιά, εμείς στο Έλυρος, pas mal, απέναντι από έναν καινούργιο εξίσου κτηνώδη ΑΒ, και εκεί μέσα περνάει η ώρα. Έχει και μαγαζί το οποίο εκτός των άλλων πούλαγε και τη Sagrada Familia μου. Ιδού η απόδειξη:
Το πρωί, όταν λέμε πρωί εννοούμε πεντέμιση, το είχαν το αχάραγο οι φετινές μου διακοπές, παράπονο δεν έχω, έφτασες. Από τη Σούδα πας στο ΚΤΕΛ και βγάζεις εισιτήριο για Χώρα Σφακίων, ενώ ήδη σου τρέχουν τα σάλια για σφακιανή πίτα.
Περιμένεις να αποθηκεύσεις την αποσκευή σου μέχρι τις οκτώμιση που φεύγει το λεωφορείο για Χώρα, εις μάτην περιμένεις, την αποθήκη διαφεντεύει το μόνο αγενές πλάσμα, διότι άνθρωπο δυσκολεύομαι να τον χαρακτηρίσω, της νήσου Κρήτης, ας μου πει κάποιος ότι δεν είναι Κρητικός, δεν το δέχομαι. Σκοτώνεις την ώρα σου σε καφετέρια του λιμανιού, δίπλα είναι, όπου σου τον πιάνουν για ένα κρουασάν που μοιάζει λίγο με κρύο μπριός και πολύ με μία τεράστια αηδία.
Μπαίνεις στο λεωφορείο που δεν είναι ένα, αλλά τρία εν προκειμένω, γιατί σου λέει, μαντάμ η Γαύδος έχει σουξέ, τέλος, και νομίζεις ότι έχεις θέση αριθμημένη, όχι, δεν έχεις, τι το πέρασες ΚΤΕΛ Αχαΐας, κάθεσαι όπου βρεις, όμως όλοι κάθονται, αυτό το αναγνωρίζω, και περνάς τα τρομερά βουνά, που ναι, είναι τα Λευκά Όρη, άλλως πως Μαδάρες, και φτάνεις στη Χώρα Σφακίων και βλέπεις και το δρόμο της Ανώπολης και θυμάσαι κάτι ερείπια και κάτι σύκα, ίσως όχι με αυτή τη σειρά, και συγκινείσαι.
Βγάζεις εισιτήριο μαζί με τις ορδές των διακοπτόντων, και κάθεσαι στον καφενέ δίπλα στο λιμανάκι, όπου χλαπακιάζεις κατιτίς. Το πλοιάριο, φέρι μπόουτ, ας πούμε, σε φορτώνει και σε πάει τρεις ώρες δρόμο μέσα στο Λιβυκό. Εκεί σε πιάνει μια άγρια χαρά, αν είσαι φαν, που πλέεις στην πορεία των Αιγυπτίων και των Μινωιτών και φτιάχνεις εικόνες στο άυπνο κεφάλι σου, και φτάνεις.
Το λιμάνι της Γαύδου είναι...μικρό, το ξέρω, δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις. Το λένε δε Καραβέ. Εκεί σε περιμένει λεωφορείο εντελώς Η κυρία Ντορεμί, είπαμε, αν δεν είχες γεννηθεί ψάξτο, μη με κουράζεις κι απόκαμα τόσα πηγαινέλα, αλλά άμα είναι γεμάτο, θα ξανάρθει, οπότε κάθεσαι σε έτερο καφενέ, όπου η κυρία Λίτσα σε ταΐζει και σε ποτίζει και ο κύριος Γιώργης σε ξομολογάει κανονικότατα. Άμα πας, να μου τους φιλήσεις.
Σαρακήνικο: το χωριό. Σπιτάκια, ταβέρνες, μπαράκια και πολλά, μα πολλά αντίσκηνα. Η Γαύδος είναι ο παράδεισος του κάμπερ. Μια τεράστια αμμουδιά, είναι όλα χτισμένα στην άμμο, και το γνωστό από παλαιότερες αναρτήσεις λεοπάρ βαλιτσάκι τα βρήκε σκούρα αλλά ανταπεξήλθε, παρότι κάποια στιγμή μου θύμισε μια bmw που είχε κολλήσει σε μιαν άμμο της Άνδρου, αλλά ήταν βαλίτσα, όχι αμάξι και ήμασταν σε άλλο νησί, οπότε το λύσαμε.
Στη Γαύδο μας βρήκε η πανσέληνος που μας καταδίωκε απηνώς από τις Μικρές Κυκλάδες. Ήταν μια νύχτα που έγινε σα μέρα και καθόμασταν στο καφέ του χαμένου χρόνου και περνούσαν φιγούρες όλη νύχτα στην τεράστια αμμουδιά και ακούγονταν μουσικές ανάκατες, από Χαΐνηδες μέχρι Μπρέγκοβιτς από το Underground και η κατάσταση είχε απογειωθεί. Η Γαύδος, αν θες τη γνώμη μου, είναι αίσθηση και όχι τόπος και σίγουρα πρόσφορη για δημιουργία προσωπικών τοπίων.
Κολυμπάς κι εκεί όσο θες. Τρυπητή, η απόλυτη παραλία, Λιβυκό από τη μεριά της Αφρικής - δε φαίνεται, οποία απογοήτευση, είναι λέει σαν Πειραιάς-Χανιά, πουρ Αιγύπτιοι, τι ξεπατωμός! Εκεί υπάρχει η περίφημη καρέκλα, μια κτηνωδών διαστάσεων καρέκλα, στην κορυφή της μικρής βραχώδους απόληξης πάνω από τη θάλασσα. Δεν είναι μακριά, σε δέκα λεπτά έχεις σκαρφαλώσει. Δεν έχει τρόπο ν' ανέβεις στην καρέκλα, εκτός αν έχεις δυνατά μπράτσα ή κάποιος με δυνατά μπράτσα σε ανεβάσει: δεν ανέβηκα, το ομολογώ. Αλλά, όπως μου είπε ένας μάλλον σοφός άνθρωπος, δεν πειράζει, ούτε εγώ ανέβηκα.
Εγώ συνεπώς πήγα εκεί για την καρέκλα, γιατί δεν ήξερα και τίποτε άλλο, αλλά μετά από μία μικρή πεζοπορία σε μονοπάτι μάλλον βουνίσιο, μέσα σε πέυκα και κέδρους, φτάνεις στην παραλία και τρελαίνεσαι. Δύσκολη θάλασσα με κύματα και ρεύματα, πουρ Οδυσσέας και πουρ Καλυψώ, εμ μόνη, εμ στις εσχατιές του κόσμου, αλλά Λιβυκό ίσον αγριάδα, κι άμα σου αρέσει. Κολύμπησέ την, αν το χεις, και δε θα χάσεις. Θα βρεις τη σπηλιά της Καλυψούς που εκεί που καθόταν τσουπ το κύμα της τον ξέβρασε, στ' ορκίζομαι, σα να το είδα μπροστά μου, κι από την άλλη μεριά, θα βρεις όχι μία που φαίνεται, αλλά τρεις καμάρες, που φαίνονται σκιαχτικές και είναι, αλλά άμα έχεις παρέα, πήγαινε, θα αποζημιωθείς με το ωραιότερο κολύμπι του κόσμου.
Να πας και στο φάρο, τον συντηρήσανε, τον φυλάνε ο Γιώργης και η Σεσίλ, έχεις δει την Άνναμπελ από τα Κορίτσια στον Ήλιο; Ίδια κι ο Βόγλης δεν πιάνει μία μπροστά στο Γιώργη. Η Σεσίλ λοιπόν μαζεύει καλέντουλες και φτιάχνει ένα λαδάκι βάλσαμο κυριολεκτικά ένα κι ένα για τις πληγές του καλοκαιριού.
Ο φάρος μέσα έχει ένα μουσείο με φωτογραφίες όλων των φάρων της χώρας και μια σειρά Οδηγιών προς ναυτιλλομένους
και μπορείς ν' ανέβεις μέχρι επάνω.
Στη μία πλευρά βλέπεις την Κρήτη. Στην άλλη δε βλέπεις απλώς, νιώθεις το Λυβικό, κι ας έφαγα άπειρη κοροϊδία απ΄ τους αναίσθητους φίλους μου, ναι ήταν η πιο έντονη εμπειρία της ζωής μου, η θάλασσα είναι στρογγυλή κι απέραντη και μπλε και νιώθεις σαν τους παλιούς ναυτικούς, ότι ο χάρτης τελειώνει, ο κόσμος τελειώνει και θα πέσεις στο κενό. Αν αυτό δεν είναι έντονο, τότε τι είναι;
Η Γαύδος είναι κι άλλα, αλλά εμένα αυτά μου μείνανε. Έχει κι άλλες παραλίες πολλές, και την τελευταία μέρα γνωρίσαμε έναν άνθρωπο ο οποίος κάνει αυτή τη δουλειά, έχει ένα μεγάλο φουσκωτό και σε πάει όπου τραβάει η όρεξή σου. Αν σε ενδιαφέρει, επικοινώνησε να σε παραπέμψω αρμοδίως.
Και ολίγα πρακτικά: έχει ρεύμα διαρκώς. Κάνει κάτι μικροδιακοπές, αλλά κανένα πρόβλημα. Έχει τρελό κουνούπι, λάβε τα μέτρα σου. Έχει και δεν έχει σήμα κινητού, αυτό κακό δεν το λες, εκτός αν έχεις κανά βασανάκι, στην οποία περίπτωση, πάρτο μαζί σου. Έχει παντοπωλείο, δεν έχει φαρμακείο, έχει αγροτικό γιατρό, δεν έχει βενζινάδικο, ΑΤΜ και ένα σινεμά που είχε δεν το έχει.
Έχει πολλά κατσίκια, ζωντανά γύρω τριγύρω και μαγειρεμένα, αλλά είναι τούμπανο το οφτό, οπότε προσοχή αν έχεις ευαίσθητο στομαχάκι. Δε χρειάζεσαι παπούτσια, εκτός από σαγιονάρες και, μάντεψε, αθλητικά για το περπάτημα. Έχει έναν κύριο που νοικιάζει αμάξια, μπορείς να νοικιάσεις για μια μέρα, αξίζει, και έχει και ραδιόφωνο που ακούς Γαύδος FM και Ερωτόκριτος FM.
Διαβάζω την Οδύσσεια, στη μπλε έκδοση OCT, για να θυμηθώ τα χαΐρια του ζεύγους στη νήσο Γαύδο. Κι ακούω αυτό:
Οδυσσέας, Νάμα
Αγαπητή δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ μετά από τόσο καιρό, με έχουν πιάσει οι νοσταλγίες, κάτι τα γεμιστά της μαμάς που προσπαθώ να αναπαραγάγω, κάτι η Αλεξίου, κάνει και ψοφόκρυο και διαβάζω την εντύπωσή σας από Γαύδο κι έτοιμη είμαι να προσθέσω στο ταξίδι και τρεισήμισι ώρες αεροπλάνο και να πάω.. Μου ανοίξατε την όρεξη, σας μερσώ και σας φιλώ και σας φιλεύω γεμιστά στας Κοπεγχάγας. Όποτε σας βγάλει ο δρόμος σας βεβαίως...
ΑπάντησηΔιαγραφήμετά από κανά μήνα, αξιώνομαι να δημοσιεύσω το σχόλιό σου, ξενιτεμένο μου πουλί, και να απαντήσω κιόλας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλπίζω να είσαι κοντά μας, Αύγουστος πια. Στις Κοπεγχάγες βρέθηκα παιδίσκη όταν έγραφα τη διατριβή μου, Νοέμβρη μήνα, για να αρχαιολογήσω και να διαπιστώσω ότι κάπου στο βορρά Νοέμβρη νυχτώνει στις 3 το μεσημέρι και δεν ξημερώνει ε, σχεδόν ποτέ. Την αγάπησα όμως. Και αντιστάθηκα στον πειρασμό να αποκεφαλίσω τη γοργόνα. Ομοίως και η Δανάη της ΕΛΕΓΕΙΑΣ μου.
Τώρα εδώ, με γεμιστά ή άνευ, keep up the good work, το μυστικό στα γεμιστά είναι η εμπειρία, όπως και σε πολλα άλλα στη ζωή άλλωστε.
Καλό καλοκαίρι και καλή αντάμωση σε μία νέα πλατφόρμα που έρχεται όχι να αντικαταστήσει, αλλά να εξελίξει το παρόν.