Η φωτό από τη συνάντηση με τη Λέσχη Ανάγνωσης Διονύσου στις 10.06.09. Στο Διόνυσο, ταξίδι για μένα, που είμαι άνθρωπος του κέντρου. Στα δεξιά μου η καταξιωμένη συγγραφέας Βούλα Μάστορη, στα αριστερά μου η κυρία Ευγενία Μακαριάδη, η οποία συνέταξε το κείμενο που ακολουθεί και μου το παραχώρησε ευγενώς για να το αναρτήσω εδώ:
"Διόνυσος, 10.06.2009.
LA SAGRADA FAMILIA.
της Αθηνάς Χατζή.
Ένα θερμό καλωσόρισμα στη συγγραφέα Αθηνά Χατζή για να κουβεντιάσουμε από κοντά το βιβλίο της LA SAGRADA FAMILIA.
Η συγγραφέας μέσω του site της μας παρακινεί:
“Να διαβάσετε κάτι όμορφο, σκεφτείτε απ’ όσα έχετε διαβάσει στη ζωή σας τι πιστέψατε ως όμορφο κι αυτό να ξαναδιαβάσετε. Καιρός της ομορφιάς”
Κάπως έτσι κι εμείς διαβάσαμε το πόνημά της και μέσα από τα γραπτά μας και τις απόψεις μας λογιάζουμε να μη μας εκλάβει ως κριτές, αλλά απλές, φανατικές όμως, αναγνώστριες λογοτεχνημάτων.
Λοιπόν, η Αθηνά Χατζή είναι Rock, είναι Soul, κελαρύζει η γραφή της σαν το γάργαρο νερό στο ρυάκι με επαναλαμβανόμενους ήχους, με αλλαγές, έξυπνες παρατηρήσεις, με λιτό, σίγουρα λογοτεχνικό, πικρό λόγο αλλά και διαρκή ειρωνικό τόνο μέχρι που φτάνει σιγά σιγά το έργο στην κορύφωσή του.
Το στίγμα της στείρας ηρωίδας είναι ανεξίτηλο όχι μόνο για τον ψυχικό πόνο της ίδιας όσο της καγχαστικής συμπεριφοράς των άλλων, όταν μάλιστα διαβιώνει σε στενό επαρχιακό περιβάλλον.
Το στίγμα των συζύγων εξαλείφεται, ως δια μαγείας, με τη γέννηση ενός αγγελόμορφου, θηλυκού μωρού και αντικατασταίνεται με περηφάνια, όχι μόνο της γέννησης αλλά και του σπάνιου κάλους.
Η αιμοβορία, θανάσιμος εχθρός ευτυχίας και ομορφιάς, δίνει στο εγκληματικό χέρι ευκαιρία και απάγει το πανέμορφο μωρό.
Οι γονείς αναθρεμμένοι κι αυτοί μέσα στο κύτταρο μιας κοινωνίας στενής, παρωπιδικής και δογματικής περιφρονούν τα τέσσερα παιδιά που γεννούν στη συνέχεια. Ένα κορίτσι άλαλο και τρία αγόρια.
Ο πατέρας, Διαμαντής , ο αρχηγός της οικογένειας, ο πατριάρχης, εκείνος που όχι μόνο η απαγωγή της πρώτης κόρης, αλλά και τα μετέπειτα τέκνα που όχι μόνο στερούνταν του κάλους της απαχθείσας αλλά είχαν και κουσούρια, κατά τη γνώμη του, του αύξαινε το ήδη υπάρχον σύμπλεγμα.
Κατάρες έδινε μέχρι τις τελευταίες βασανιστικές του στιγμές ο κακόβουλος πατέρας, όμως ένιωθε τον πόνο, το φόβο του ανεξήγητου και τότε δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος να τον αγαπάει, να του σταθεί...
Η μάνα, Ναυσικά το όνομά της, μαντιλοδεμένη και πενθούσα αιωνίως, ψιθυρίζει αντί μιλήματος, υποχωρεί πάντα και ιδιαίτερα στον αυταρχισμό του συζύγου, λυγισμένη, θιγμένη γεγονότων που μειώνουν το όνομα και το κύρος της οικογένειάς της.
Ψυχικά άρρωστη και κατάκοιτη πέθανε με τη συντροφιά της βουβής της κόρης. Δε μιλούσαν μόνο κοιτάζονταν, όπως μια ζωή έκαναν, σαν να έλεγαν τα ανείπωτα.
Πελαγία το όνομά της απαχθείσας, είχαν προλάβει και την είχαν βαφτίσει, ασχέτως αν οι θετοί γονείς τής έδωσαν το όνομα Μαρία, αγνοώντας ότι το παιδί ήταν ήδη βαφτισμένο μια κι ο παπάς της ενορίας και φίλος τους θέλησε να τους δώσει το παιδί, που βρήκε εγκαταλειμμένο μπρος στην εκκλησιά, για υιοθεσία ως δώρο της καλοσύνης τους και αντίμαχο της στειρότητάς τους.
Λένα το κορίτσι που έφεραν στον κόσμο, προς αντικατάσταση του κενού που άφησε η Πελαγία-Μαρία. Λένα που δεν έφτανε σε ομορφιά ούτε στο νυχάκι της απαχθείσας. Ήταν στραβοκάνικο, ασκημούτσικο και το χειρότερο αν και ήταν τεσσάρων λέξη δεν έβγαινε από το στόμα του. Αλλόκοτο παιδί, ζαβό τόπε ο πατέρας-αφέντης, ασχέτως αν εκείνη την ημέρα το παιδί ψιθύρισε στη μάνα τη λέξη ‘’δέκα’’. «Ναι», σταυροκοπήθηκε η μάνα κοιτάζοντάς το παράξενα, είπε «δέκα», τόσα ακριβώς χρόνια που κλέψανε την Πελαγία της, ανατρίχιασε αναλογιζόμενη τη μυστική γνώση που έκρυβε η άλαλη κόρη.
Η απατηλή αλαλία της Λένας εκδικητική στην υποτιμητική συμπεριφορά των γονιών, ιδιαίτερα του πατέρα που κοιτούσε χωρίς να βλέπει μια κόρη, το παιδί του, παρά μόνο το σάλεμά του, όπως πίστευε ο ίδιος. Η αλαλία προς όλους και σε όλα, μέχρι που γίνεται γυναίκα και παίρνει τη ζωή στα χέρια της· τώρα φωνάζει, βρίζει και καταφέρεται, πολλοί δεν ζουν να την ακούσουν, αυτοί που την ακούν μένουν ενεοί.
Ο Φάνης, ναυτικός και καταπιεσμένος γιος, που έφηβος ακόμα το σκάει από τα νύχια του δεσποτικού πατέρα και απλώθηκε ταξιδεύοντας σε θάλασσες του κόσμου.
Ανέστης ο δεύτερος γιος αδιάφορος και συμβιβασμένος με τον επαρχιωτισμό· ο πλεονέκτης της οικογενειακής ακίνητης περιουσίας
και
Ο μικρός Ιωσήφ που θράφηκε με ψήγματα αγάπης και τρυφεράδας απ’ όλους· μικρούλης ο ίδιος μικρή δυστυχώς και η ζωή του.
Η πανέμορφη Πελαγία-Μαρία, που τώρα μόνο το Μαρία φέρει και ξέρει. Η έφηβη Μαρία πετάει ελεύθερη σε ουρανούς και θάλασσες μια και διαπλάστηκε ελεύθερα από θετούς γονείς που πάντα σαν όψιμο δώρο την έβλεπαν και χατίρι ποτέ δεν της χάλασαν.
Η μαυρομάλλα κοπελιά που ταξίδεψε μόνη με ένα παλιό αργοκίνητο καράβι, ξένη ανάμεσα σε ξένους και μες το καταχείμωνο κατεβαίνει την μπουκαπόρτα μαζί με τους λιγοστούς συνεπιβάτες φτάνοντας σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί που ούτε ήξερε ποιο ήταν και προχωρούσε διστακτικά, μόνη, χαμένη, με ένα σάκο στην πλάτη αγγαρεία και συντροφιά, έτοιμη να κλάψει, μέχρι που είδε κάπου εκεί κοντά στο λιμάνι ένα μπαράκι, δε χρειαζόταν σκέψη για να μπει μόνο λίγο φως, λίγη ζεστασιά..
.. και κει πίσω από την μπάρα βρήκε τον κατσαρομάλλη έρωτα, τον πότη, τον «φαν» της ψυχεδελικής μουσικής· εκεί βρήκε τον Μόρισόν της και κείνος βρήκε ένα αλλιώτικο κορίτσι με ύφος μπλαζέ ανακατεμένο με δόση τρόμου και νιάτα να λαμποκοπούν τόσο που τον τύφλωσαν, όμως ο έρωτας τύφλωσε και κείνη.. «είμαι η Μαρία» του είπε και δεν περίμενε να ακούσει το όνομά του, παρά συνέχισε «και συ ο Μόρισον».
Δέκα χρόνια η Μαρία του Μόρισον, ο Μόρισον της Μαρίας, δέκα χρόνια έρωτα με ποτά, μουσική doors, μπαράκι, άμμος, θάλασσα, μακριά από αστικές αντιλήψεις, που σιχαινόταν ο Μόρισον. Η Μαρία έμαθε πολλά από τον Μόρισον. Έμαθε να αγαπά τα νησιά, τα καλοκαίρια, τις μουσικές θανάτου, τις ουσίες της λήθης· έρωτας παιχνίδι, έρωτας ζαβολιά· όμως μεγάλωσε νοστεί, εκείνος χαμένος, αφιονισμένος δέχεται διάφορες στην αγκαλιά του, εκείνη γυρίζει πλάτη· όχι αυτή η αγκαλιά δεν την χωράει. Φεύγει..
Ω! το νεύρο η Λένα, η Λένα που δεν ξεχνά και αφήνει σύζυγο που παντρεύτηκε έτσι χωρίς έλξη, χωρίς αγάπη, χωρίς έρωτα, καθώς και παιδί και φεύγει στην πρωτεύουσα να βρει την χαμένη αδελφή, να βρει την Πελαγία, που τώρα λένε Μαρία.
Ναι οι αδελφές βρίσκονται δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν τη δύναμη της εξ αίματος συγγένειας, γίνονται δυο επιστήθιες φίλες, μέχρι που η ταξιδιάρα Μαρία, πηγαίνει στο χωριό που γεννήθηκε η Λένα, εκεί που και εκείνη είχε γεννηθεί και η αποκάλυψη καραδοκεί.
Τέλος, η κάθαρση του έργου γίνεται με απροσδόκητο τρόπο και καλό θα είναι όσες δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο να το διαβάσετε.
Ευγενία Μακαριάδη.
(μέλος ομάδας της
Λέσχης Ανάγνωσης
Διονύσου)"
Λοιπόν, στο Διόνυσο πέρασα εξαίσια. Η συζήτηση ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, οι παρατηρήσεις λίαν εύστοχες, οι κυρίες-μέλη της Λέσχης είχαν αναγνώσει το κείμενό μου με προσοχή, η φιλοξενία υπήρξε υποδειγματική, εν ολίγοις ένα απόγευμα ποιότητας σε μία εποχή που το πρόγραμμά μου είναι τουλάχιστον βαρύ.
Κυρίες μου, σας ευχαριστώ και δημοσίως και εύχομαι καλή συνέχεια!
Τώρα, στα καθ' ημάς:
Το ταξίδι της σαγράδα φαμίλια συνεχίζεται. Ούσα στη Λακωνία - η ανάρτηση θα περιμένει λιγάκι, αλλά δεν πειράζει, δεν πάω πουθενά, εδώ θα είμαι - έδωσα συνέντευξη στο Νέστορα Πουλάκο και επ' ευκαιρία ανακάλυψα το ΒΑΚΧΙΚΟΝ.
Την Πέμπτη με τη Λέσχη Ανάγνωσης ο Κήπος των Μυστικών, θα είμαι στην Τεχνόπολη, στο πλαίσιο του fringe festival, αίθουσα Δ7, 7-8 μ.μ., όπου θα συζητάμε το Sagrada Familia. Όσοι πιστοί...
Τέλος, την Πέμπτη επίσης, 9 με όσο πάει, θα είμαι στην Έκθεση Βιβλίου στο Πασαλιμάνι στα περίπτερα των Εκδόσεων Ψυχογιός. Το σκηνικό είναι ιδανικό, πλάι στη θάλασσα, το ντιζάιν των περιπτέρων βελτιωμένο, κάτι μου λέει ότι οι Εκθέσεις σιγά-σιγά αναβαθμίζονται αισθητικά, κακό δεν είναι.
Ελπίζω ότι θα γίνει και την Πέμπτη μια εξίσου ενδιαφέρουσα συζήτηση και την ερχόμενηΠέμπτη
ΑπάντησηΔιαγραφή