ΤΑΞΙΔΙΑ: ΤΙ ΕΚΑΝΑ, ΤΙ ΔΕΝ ΕΚΑΝΑ, ΤΙ ΔΕ ΘΑ ΕΚΑΝΑ ΠΟΤΕ, ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ, ΤΙ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ, ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΩ, ΤΙ ΑΚΟΥΩ, ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΙ, ΠΟΥ ΝΑ ΞΑΝΑΠΑΤΕ, ΠΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΤΕ ΠΟΤΕ, ΤΙ ΝΑ ΦΑΤΕ, ΤΙ ΝΑ ΠΙΕΙΤΕ, ΤΙ ΝΑ ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΤΕ ΚΑΙ ΤΙ ΝΑ ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ.
Τρίτη 30 Ιουνίου 2009
ΑΓΚΙΣΤΡΙ
Ήτοι νησίς ελαχίστη του Αργοσαρωνικού, μόλις 6 χιλιόμετρα η μέγιστη χιλιομετρική απόσταση, η χαρά του σκούτερ (ενοικιάζονται εν αφθονία).
Με καράβι ή δελφίνι από τον Πειραιά, παραπάνω από μία εταιρίες, πολλά δρομολόγια και τακτικότατα, μην αγχωθείτε αν χάσετε ένα, παίρνετε άλλο. Σε μία ώρα και κάτι φτάνετε. Τα δελφίνια πλέον σταματούν σε ένα άλλο λιμάνι, λίγο έξω από τη Σκάλα, αλλά μην αγχώνεστε, σε λίγα χρόνια, έτσι όπως χτίζεται το νησί, θα είναι ένα όλος ο οικισμός. Σε παραλαμβάνει λεωφορειάκι, δυστυχώς νέας τεχνολογίας, πάει το καημένο το ορεινό, βρίσκεται αποσυρθέν σε ένα χωράφι στο δρόμο προς Δραγουνέρα. Το λεωφορειάκι κάνει διάφορες στάσεις, όπου του πεις, ο οδηγός είναι εξυπηρετικότατος, και σταματά στην εκκλησία, στο κέντρο του οικισμού.
Πού να μείνεις: πονεμένη ιστορία. Εμείς τελευταία στιγμή γαρ, δε μείναμε εκεί που θέλαμε, ήτοι στα ήσυχα. Κλείσαμε κάπου που φαινόταν ήσυχο και όντας ήδη εν πλω ενημερωθήκαμε ότι έγινε διπλοκράτηση και να απευθυνθούμε στην τουριστική αστυνομία να μας βρει! Δεν υπήρχε. Το ενδεχόμενο αυτό, μας βρήκαν δωμάτιο σε θορυβωδέστατο ξενοδοχείο του κέντρου, πάνω ακριβώς από το μπαρ καραόκε - ένα είναι, δε θα δυσκολευτείτε να το αναγνωρίσετε. Το "ζήσε το μύθο σου στην Ελλάδα", καίτοι άλλαξε το μόττο της καμπάνιας του Υπουργείου Τουρισμού ("Greece: a masterpiece you can afford" είναι το νέο μόττο), καλά κρατεί. Ο εμπαιγμός επίσης. Άρα, κλείνουμε νωρίς, εκεί που θέλουμε, αλλιώς φεύγουμε, πάμε αλλού. Τα αγαπημένα μας είναι ο Διόνυσος και η Κεκρυφάλεια, ανάλογα με τον προϋπολογισμό σας. Τώρα βρήκαμε ένα άλλο: δεν το δοκιμάσαμε ακόμη, δεν έχουμε άποψη, φαινόταν λόγω θέσης κυρίως πολλά υποσχόμενο. Επιφυλάσσομαι για την επόμενη φορά.
Πού να φας: η Αλκυόνη, τοπ, ακολουθείς το δρόμο αριστερά από το λιμάνι και φτάνεις, η τέλεια ταράτσα, πέσαμε σε διακοπή ρεύματος και οι διαθέσιμες επιλογές ήταν μετριότατες, επειδή όμως πριν κάποια χρόνια, έτυχα σε μία νύχτα με φεγγάρι, Χατζιδάκι, ωραίο φαγητό, και στο τέλος λιμοντσέλο, πολύ λιμοντσέλο, θα την προτιμήσω.
Κάντε κράτηση, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και όχι ιδιαίτερα μεγάλη.
Η ταβέρνα στην Απόνησο. Ζητήστε το (φρεσκότατο) ψάρι σας καλοψημένο, πείτε τους να μην το βιαστούν. Υπέροχα, αρκεί να μη βρεθείτε δίπλα σε θορυβώδεις συμπεριφορές και nouveau riche καταστάσεις. Τελευταία ανακάλυψή μας, με χαρά περισσή ξέρουμε πια ότι υπάρχει και μας περιμένει.
Το πρωινό είναι μία σχετικά πονεμένη ιστορία. Δεν έχω εντοπίσει καλό πρωινό, αν έχετε βρει κάτι, παρακαλώ σας, ενημερώστε με.
Που να κολυμπήσεις: Χαλικιάδα, τοπ παραλία, των γυμνιστών ή του Κουφοντίνα, διαλέγεις και παίρνεις. Ο αστικός μύθος θέλει τον Κουφοντίνα κρυμμένο στην παραλία για κανά μήνα, μέχρι να αποφασίσει να παραδοθεί. Η πρόσβαση δύσκολη, αλλά όχι ακατόρθωτη, δεν είναι αποκλειστικά γυμνιστών και οι γυμνιστές είναι ευγενικοί με τους ντυμένους, δε μας προπηλάκισαν κιόλας, το νερό απίστευτο, αξίζει με τα χίλια. Μην αφήσετε τα σκουπίδια σας, παράκληση. Μη οργανωμένη και εκτεθειμένη στον ήλιο, πάρτε νερά!
Δραγουνέρα: η κοσμική. Με ξαπλώστρες, δυστυχώς λίγες, είναι μικρή γαρ, και συνήθως καβαντζωμένες από νωρίς, π.χ. το προηγούμενο βράδυ. Ωραία νερά επίσης, αλλά πολλά σκάφη, ενίοτε ενοχλητικά μετακινούμενα για όποιον θέλει να κολυμπήσει κανονικά και όχι απλώς να πλατσουρίσει. Μπιτς μπαρ και...και αυτή τη φορά, βροχή. Επί δίωρο, με τεράστιες αστραπές να χωρίζουν τον ορίζοντα στα δύο και εξίσου εντυπωσιακές βροντές να έπονται. Κι εμείς κάτω από την ομπρέλα που έμπαζε έτσι κι αλλιώς, με την πετσέτα στους ώμους να βρεχόμαστε και να παρακολουθούμε το υπερθέαμα των σταγόνων που έμοιαζαν θρυμματισμένα γυαλιά στην επιφάνεια της θάλασσας. Και η μουσική του μπιτς μπαρ από τρέντι, άμπιεντ, κι από άμπιεντ, τίποτα, ησύχασε, κι έμεινε η χαρά της βροχής. Και στην επιστροφή η μυρωδιά βρεγμένου πεύκου. Λεπτομέρεια: μέλισσες, πολλές μέλισσες, μία εξ αυτών με τσίμπησε, πάρτε μαζί σας στικ για τσιμπήματα, η αμμωνία είναι η πιο αποτελεσματική, πλην βρωμεί, τώρα δοκιμάζω το μελισσόχορτο, μυρίζει καλύτερα, αλλά αργεί λιγάκι να δράσει.
Γιατί το Αγκίστρι είναι πευκόφυτο, όπως και τα λοιπά νησιά του Αργοσαρωνικού, πριν τα κάψουν. Δεν το έχουν κάψει, ας μην το κάψουν. Στη δε Δραγουνέρα πας και με τα πόδια, δεν είναι τραγικό, 4 και κάτι χιλιόμετρα, με αντηλιακή προστασία και καπελάκι, έφτασες. Αλλιώς με σκούτερ, λεωφορείο ή ταξί.
Παρεμπίπτον σχόλιο: στη Νέα Σμύρνη, σε μέρος που αγαπούσα μέχρι προχθές. Όταν λέμε "μία μπάλα παγωτό", γιατί υπάρχει μικρό παιδί στην παρέα και δεν επιθυμούμε να το κάνουμε παχύσαρκο, η απάντηση "δε σερβίρουμε μία μπάλα" και η επιβολή της δεύτερης που φυσικά το θείο βρέφος θα τη φάει, δε με καλύπτει ως πελάτη. Επίσης, το New York Cheese Cake απ' ό,τι ξέρω - και το ξέρει και η μαμά μου κι ας μην έχει πάει στη Νέα Υόρκη και το κάνει τέλειο, το είπε και η Ζωή που ΕΙΝΑΙ απ' τη Νέα Υόρκη - δε συνίσταται σε λεπτή στρώση αζαχάρωτου κουραμπιέ, από πάνω γενναία δόση σαντιγύ χωρίς ίχνος cream cheese και σιρόπι αμοξίλ για επιστέγασμα και όταν επιστρέφεται σχεδόν άθικτο το γλυκό, το λιγότερο που οφείλει να κάνει κανείς είναι να ρωτήσει "γιατί", το σωστό δε να το αντικαταστήσει. Λέω εγώ τώρα...
Διάβασα πολλή Ιστορία της Τέχνης εσχάτως λόγω ακαδημαϊκής υποχρέωσης. Και πολλή μυθολογία, για να εμπνευστώ για επερχόμενο συνέδριο. Λογοτεχνία στη μεγάλη φυγή που δεν αργεί, δεν αργεί, δεν αργεί.
Ακούω τα Νησιώτικα του Πάριου, γιατί είναι Ιούλιος και δεν είμαι στα νησιά. Και ετοιμάζω τις αποσκευές μου - θα πάρω το μικρό βαλιτσάκι και πάλι, το αποφάσισα. Το μυστικό: διπλώνω τα ρούχα σε ρολό, χωράνε περισσότερα και αποτάσσομαι τα παπούτσια, έστω και τα σανδάλια. Το καλοκαίρι είναι το βασίλειο της σαγιονάρας, ας την τιμήσουμε.
Υ.Γ. Οι φίλοι μου ανακαινίζουν τα σπίτια τους, μου αρέσει!
Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009
ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Η φωτό έχει τίτλο ΕΝΑΣ ΑΠΟΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ, από το άσμα των αφών Κατσιμίχα, από τις Σπέτσες, εν αναμονή του flying dolphin της επιστροφής.
Το σημερινό, αφιερωμένο εξαιρετικά στους συνταξιδιώτες μου...
Το καλοκαίρι ο κόσμος φεύγει και περιφέρεται στα νησιά. Και μαζί του περιφέρει την οικοσκευή του, ήτοι δυο-τρία μαγιουδάκια, πεντέξι αντηλιακά και άλλα τινά.
Επειδή η διαδικασία της ετοιμασίας των υπαρχόντων για τις διακοπές είναι ενίοτε κοπιώδης και αγχωτική, σήμερα θα καταρτίσουμε καταλόγους (προσφιλής δραστηριότητα, ούτως ή άλλως) για το τι παίρνουμε μαζί μας ανάλογα με το πόσες μέρες θα μείνουμε και μόνο - επιχειρήματα τύπου στο τάδε νησί πάρε αυτό, στο δείνα εκείνο, εμείς τ' ακούμε βερεσέ. Κι αν δεν πείθεσθε, Μαλβίνα, στο ΣΑΒΒΑΤΟΓΕΝΝΗΜΕΝΗ, ανάλογο κείμενο, με το απαράμιλλο ύφος της, δεν έχω λόγο να επαναλάβω, σας παραπέμπω εκεί.
Το λοιπόν:
Έως τριήμερο:
Βαλιτσάκι διαστάσεων χειραποσκευής το οποίο περιέχει:
μαγιό, δύο οπωσδήποτε, δεν ξέρεις τι γίνεται, παραπάνω περιττά, η δε ιδέα του mix-and-match εξυπηρετεί.
πετσέτα θαλάσσης, ψάθα αν σκοπεύεις να πας σε παραλία άνευ ξαπλώστρας και δη με κοκκινόχωμα, ρώτα την πετσέτα μου τι τράβηξε στο Αγκίστρι, και θα καταλάβεις.
τσάντα θαλάσσης, ήτις σε κάθε εξόρμηση περιέχει: δεύτερο μαγιό (εγώ πάντα το ξεχνάω), αντηλιακά, βιβλίο οπωσδήποτε, ψάθα, λεφτά, κινητό, φωτογραφική, κανένα ζιπουνάκι αν σκοπεύεις να μείνεις ως αργά, πάρε και καμιά νιτσεράδα, έπιασε βροχή μια μέρα και γίναμε μούσκεμα - στην επόμενη περί Αγκιστρίου ανάρτηση, αναλυτικά τα της βροχής.
Συνεχίζω με βαλιτσάκι:
πυτζάμες
αντικουνουπικό, SOS, αν είστε αλλεργικοί, συνιστώ και σπρέι με σιτρονέλλα, εκτός αν είστε αλλεργικοί ΚΑΙ στη σιτρονέλλα, οπότε τί να σας πω; Επίσης και επιθέματα εμποτισμένα με σιτρονέλλα, εξυπηρετούν σε εξωτερικούς χώρους και μυρίζουν λίγο πιο διακριτικά, δηλ. εκεί που έχεις λουστεί στην ινδική καρύδα, κοινώς coconut, δεν το λες και επιτυχές το σμίξιμο με τη σιτρονέλλα, αλλά από το να πρηστείς, κάλλιο να βρωμείς...
αντηλιακά, δείκτη διάλεξε και πάρε, ό,τι σε φωτίσει ο Θεός. Καλό είναι να απλώνονται εύκολα και δη σε βρεγμένο δέρμα, γιατί άμα περιμένεις να στεγνώσεις, άσε...
κάτι σε άφτερ σαν, ανακουφιστικό γιατί όλο και κάτι θα αφήσεις απροστάτευτο, όλο και κάπου θα λιαστείς λίγο παραπάνω, ε, μην καταστραφείς κιόλας, άπλωσε κι άσε να δράσει, κι όλα καλά. Εκτός κι αν είσαι παραδοσιακός τύπος, γιαούρτι, οπότε επιβάλλεται να είναι πλήρες, το μηδέν τοις εκατό δεν είναι κατάλληλο για εγκαύματα.
σαμπουάν και αφρόλουτρο με άρωμα φρούτων, το καλοκαίρι μας αρέσουν τα φρούτα, έτσι για να γίνεις η χαρά της μέλισσας - αυτό το απευθύνω στα κοριτσάκια, τα αγοράκια ας περιοριστείτε σε κάτι πιο στιβαρό.
ρούχα τώρα, εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα: έχεις τρεις μέρες, άρα δύο νύχτες, άρα δύο εμφανίσεις συν τα της παραλίας.
παίρνεις δύο έως τρία ρούχα παραλίας, ανάλογα με το πόσο βρωμύλος ή πόσο σιχασιάρης είσαι. Καλό είναι να είναι βολικά και ευέλικτα, π.χ. αν χρειαστεί να ανέβεις σε σκούτερ ή/ και να κατέβεις κακοτράχαλα βουνά για να φτάσεις στη θάλασσα, μη βάλεις κάτι σε εσθήτα, δε θα σε βολέψει, είμαι κατηγορηματική.
παίρνεις δύο εμφανίσεις πόλης, συνήθως "βάλε τ' άσπρα σου", που εμείς πολύ το χλευάζουμε, αλλά εννοείται ότι το πράττουμε, τελευταία και κανά μαύρο, γιατί έτσι μας αρέσει. δύο ζευγάρια σανδάλια, μπορεί να σπάσουν, πέρυσι το καλοκαίρι μόνο ξεπάτωσα πέντε ζευγάρια παπούτσια, μη με ρωτάτε, ήταν δύσκολο καλοκαίρι (για τα παπούτσια μου).
σαγιονάρες, πολλές σαγιονάρες, οκ, δύο ζευγάρια: σαγιονάρες πλαστικές και μόνον, χωρίς μπιρμπιλάκια, χάντρες, και άλλα τινά, σκέτες, πλαστικές, βολικές, υπέροχες σαγιονάρες, από 0.60 έως 60 ευρώ, η επιλογή δική σας.
γυαλιά ηλίου, πάρε επίσης δύο ζευγάρια, δεν ξέρεις τι γίνεται, και άνευ δεν παλεύεται - ο ήλιος της Μεσογείου είναι ανελέητος, το ξέρεις, απλώς το λέω, γιατί μου αρέσει να το βλέπω και να το θυμάμαι. Καπέλο, μαντήλι, κάτι, ό,τι σε βολεύει, κάλυψε πάντως την κεφαλή σου, βλ. ο ήλιος της Μεσογείου κλπ. και η ηλίαση δε λέει...
Ένα τσαντάκι βραδινό, χαχαχα, ακόμα καλύτερα, κάτι πολυμορφικό, που θα σας εξυπηρετήσει στο ταξίδι και θα το κρατάτε και τα βράδια με χάρη περισσή, καθώς θα κόβετε τις κοσμικές σας βόλτες.
Βιβλία, πολλά βιβλία: το καλοκαίρι διαβάζουμε. Το δε διαχωρισμό σε βιβλία ποιότητος και βιβλία παραλίας δεν τον κατάλαβα ποτέ. Δηλ. άμα το διαβάζω στο κρεβάτι μου είναι ποιοτικό, ενώ ο Τσίρκας, ας πούμε, άμα μυρίζει Coppertone είναι λιγότερο ποιότης; Ας μου το εξηγήσει κάποιος. Λέω, συνεπώς, να πάρετε μαζί σας ό,τι θέλετε, ό,τι πάντοτε θέλατε να διαβάσετε και δε σας άφηνε η ρημαδοκοινωνία, σύσταση να είναι φορητό, δηλ. π.χ. εμένα μου αρέσει το ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ, πλην είναι τέσσερις τόμοι, που να το κουβαλάω;
Μουσικές, πολλές μουσικές, καλοκαιρινές, "καλοκαιράκι έχει η καρδιά μου" κλπ.
Αν τώρα μείνετε πολλές μέρες, μέχρι δέκα, ας πούμε - αν μείνετε παραπάνω, πρώτον μη μου το πείτε, θα ζηλέψω, δεύτερον χρειάζεστε κοντέινερ, οπότε you' re on your own, δε μπορώ να σας εξυπηρετήσω - αναθεωρείτε τα προαναφερθέντα αναλόγως.
Ήτοι: περισσότερα μαγιό, τρία όμως, όχι δέκα, δύο πετσέτες θαλάσσης, έχουν την τάση ως είδος να βρωμούν εύκολα, κανένα ρουχαλάκι παραπάνω, τα μακουδάκια των τελευταίων σεζόν μας έχουν βολέψει γιατί δεν πιάνουν χώρο και χωράνε πολλά.
Θυμόμαστε: δεν πάμε διακοπές για να μεταφέρουμε την αστική μας νοοτροπία, άρα η αστική μας γκαρνταρόμπα μας είναι ολίγον άχρηστη. Μπορούμε και άνευ μακιγιάζ, με τα μαλλιά πιασμένα με λαστιχάκι, μάκρυναν, μπορώ κι εγώ, χαχαχα, και το νύχι άβαφο.
Εάν ξέχασα κάτι, θα επανέλθω. Με την ευκαιρία, εύχομαι Καλό Καλοκαίρι, τον Ιούνιο τον φάγαμε μπαμπέσικα, ελπίζουμε το δίμηνο που ακολουθεί να κρατήσει για πάντα και μετά με τρόπο μαγικό να μεταφερθούμε στην επόμενη άνοιξη.
Ακούω ΠΟΣΟ Σ' ΑΓΑΠΩ, Στίχοι-Μουσική-Ερμηνεία Σταμάτης Κραουνάκης, γιατί πέρυσι το καλοκαίρι είχα φάει κόλλημα και έκτοτε μου θυμίζει παραλίες και θερινή ραστώνη.
Διαβάζω ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ του Ι. Ρ. Ραγκαβή, για μία εποχή που δεν υπάρχει εδώ και καιρό, για τη γλαφυρή γλώσσα και την περιγραφή των Κυκλάδων πρωτίστως.
Τρίτη 23 Ιουνίου 2009
ΛΑΚΩΝΙΑ
Μετά από ολιγοήμερη αποχή - μεσολάβησαν μετακινήσεις - καταθέτω τις εντυπώσεις μου από τη Λακωνία, το fringe festival και κάτι ψιλά, έπεται δε Αγκίστρι.
Η Λακωνία αυτή τη φορά ακολούθησε τη Μεσσηνία: προορισμός, Μολάοι, αρκετά συμπαθητική πολίχνη, από αυτές που είναι χτισμένες αμφιθεατρικά κι εμένα αυτές μου αρέσουν.
που να κολυμπήσετε: Πλύτρα, οργανωμένο μπιτς μπαρ/ εστιατόριο, μουσική, φευ, ησυχία πλέον δεν παίζει πουθενά, είτε πρόκειται για οργανωμένο έγκλημα είτε για ερημικές παραλίες όπου άξαφνα εισβάλλουν καμιά 15αριά άτομα με τους καλύτερους φίλους τους κι αποχαιρέτα την ηρεμία που χάνεις...Πλύτρα ίσον συμπαθητικά νερά, μην τρελαίνεσαι, ωραιότατο κλαμπ σάντουιτς, ταβερνείο με συμπαθητικό φαϊ και κτηνώδεις μερίδες, ένα υπέροχο ερείπιο μέσα στο νερό και συμπαθέστατοι περιφερόμενοι κύριοι από τους οποίους αγόρασα το πρώτο καρπούζι της σεζόν - και δεν ήταν μάπα, οποία αγαλλίασις!
ασφαλώς, υπάρχουν κι άλλες παραλίες, όπως στην Ελαφόνησο, νοτιότατη Λακωνία, με κορυφαία παραλία το Σίμο. Εμείς πήγαμε λίγο παραδίπλα στο μικρό Σίμο, γιατί ο μεγάλος με τις άπειρες ομπρέλες, ξαπλώστρες και αντιστοίχως άπειρα αυτοκίνητα και τους επιβάτες τους/ λουομένους μας έσκιαξε!
Η Ελαφόνησος είναι αμμοθίνες, θάλασσα τύπου Γαλάζια Λίμνη, πολλές σκηνές, ο παράδεισος του κάμπινγκ γαρ, και άλλου τύπου σκηνές των οποίων υπήρξαμε (οσιο)μάρτυρες:
"έφαγες τη ντομάτα σου, αυτή είναι η δικιά μου", απόσπασμα πραγματικού διαλόγου, και εν πάση περιπτώσει, παιδιά, να σας πάρουμε ένα καφάσι, αν είναι να σιωπήσετε!!!
Έχει ένα μικρό μπιτς μπαρ (κομμάτι πίτσα 3 ευρώ), για το οποίο υπάρχουν βελάκια από την παραλία, πλην λοξοδρομήσαμε, για αλλού κινήσαμε γι' αλλού κι αλλού τα βήματά μας μας πήγαν, κι αφού υποδυθήκαμε το Λόρενς, ναι αυτόν της Αραβίας, με μαγιό, περάσαμε τις άπειρες αμμοθίνες και φτάσαμε σ' ένα ξέφωτο, συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε χαθεί. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής, βρήκαμε το μπαρ, πήραμε την προαναφερθείσα πίτσα και μπίρες και επιστρέψαμε στην παραλία. Η Ελαφόνησος έχει μία ταβέρνα που φαινόταν τέλεια από κει που φεύγει το καράβι. Ποιό καράβι; Σε περίπτωση που δεν το κατέστησα σαφές, που δεν το κατέστησα δηλαδή, είμαι βεβαία, η Ελαφόνησος είναι νησί, ήτοι περνάς με καραβάκι που εκτελεί τακτικότατα δρομολόγια, πλην το τελευταίο αναχωρεί στις 8:30, ίσως το καλοκαίρι βέβαια να πυκνώνουν, ουκ οίδα, ρωτήστε καλού κακού, εν πάση περιπτώσει η ταβέρνα φαινόταν καλή, αλλά εμείς δεν προλάβαμε. Το χωριό είναι πλήρως εξοπλισμένο και τίγκα στο ενοικιαζόμενο, αν σας εμπνεύσει η νήσος, αλλα δεν είστε κάμπερς.
Άλλο: το χωριό Παπαδιάνικα, όπου σε μία κεντρική καφετέρια έψηναν ωραιότατα χταπόδια στα κάρβουνα παρακαλώ, η δε καφετέρια, όπως διαπίστωσα περιμένοντας να παραλάβω καφέδες, διαθέτει και πληρέστατη συλλογή ουίσκι, τόσο πλήρη που παραλίγο να βουρκώσω από νοσταλγία.
Άλλο: η Σπάρτη, η Σπάρτη είναι πόλη ολόκληρη, δε θα την ξεπετάξω στο τέλος μίας ανάρτησης, η Μονεμβασία επίσης, ο Μυστράς και κάτι άλλα ψιλά, σε επόμενη.
Για το τέλος, fringe festival, νέες γνωριμίες, Ίρις, η κόρη της Νοέλ (Μπάξτερ, ομότεχνος, η Νοέλ, όχι το παιδί, το παιδί είναι μικρό), και Βίκυ, αναγνώστρια του μπλογκ, όπως έμαθα στην Τεχνόπολη, αναγνώστρια δεινή εν γένει και πολλά άλλα. Η Τεχνόπολη πάντα μου άρεσε, κυρίως φωτισμένη, όπου οι υψικάμινοι αποκτούν διαστάσεις φουτουρισμού. Η συζήτηση υπήρξε άκρως ενδιαφέρουσα, δώσαμε ραντεβού στο Έναστρον κάποια στιγμή το φθινόπωρο, όχι τώρα, όχι τώρα, τώρα ονειρευόμαστε διακοπές, αμμουδερές παραλίες, ραστώνη, και ευκαιρίες να κρατήσουμε την καινούργια μας τσάντα θαλάσσης που είναι πετσετέ, βεραμάν και κίτρινη και στο κέντρο καρδούλα με βέλος, αυτό μάλιστα!
Στα προσεχώς:
Αγκίστρι, όπως προείπα
Συνέχεια Λακωνίας
Τι παίρνω μαζί μου στις διακοπές, ανάλογα με
α. που πάω
β. πόσο θα μείνω
Μετά την επιτυχία της αντίστοιχης ανάρτησης περί Μονάχου και κυρίως τα ευεργετικά της αποτελέσματα σε φίλτατο άνθρωπο ο οποίος δεν είναι αυτό που λέμε μινιμαλιστής της βαλίτσας, θα επανακάμψω με νέες προτάσεις.
Διάβασα τα Δέντρα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, δεν τρελάθηκα, αλλά αναγνώρισα το συναίσθημα, τα πάθη και τη μαγιά κυρίως των ηρώων των Ψάθινων Καπέλων που θεωρούσα και θεωρώ βιβλίο μαγικό.
Ακούω τη φωνή του Δάκη στη διαφήμιση, ναι αυτή με τα είδη θαλάσσης, και ευφραίνομαι.
Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009
ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ
Η φωτό από τη συνάντηση με τη Λέσχη Ανάγνωσης Διονύσου στις 10.06.09. Στο Διόνυσο, ταξίδι για μένα, που είμαι άνθρωπος του κέντρου. Στα δεξιά μου η καταξιωμένη συγγραφέας Βούλα Μάστορη, στα αριστερά μου η κυρία Ευγενία Μακαριάδη, η οποία συνέταξε το κείμενο που ακολουθεί και μου το παραχώρησε ευγενώς για να το αναρτήσω εδώ:
"Διόνυσος, 10.06.2009.
LA SAGRADA FAMILIA.
της Αθηνάς Χατζή.
Ένα θερμό καλωσόρισμα στη συγγραφέα Αθηνά Χατζή για να κουβεντιάσουμε από κοντά το βιβλίο της LA SAGRADA FAMILIA.
Η συγγραφέας μέσω του site της μας παρακινεί:
“Να διαβάσετε κάτι όμορφο, σκεφτείτε απ’ όσα έχετε διαβάσει στη ζωή σας τι πιστέψατε ως όμορφο κι αυτό να ξαναδιαβάσετε. Καιρός της ομορφιάς”
Κάπως έτσι κι εμείς διαβάσαμε το πόνημά της και μέσα από τα γραπτά μας και τις απόψεις μας λογιάζουμε να μη μας εκλάβει ως κριτές, αλλά απλές, φανατικές όμως, αναγνώστριες λογοτεχνημάτων.
Λοιπόν, η Αθηνά Χατζή είναι Rock, είναι Soul, κελαρύζει η γραφή της σαν το γάργαρο νερό στο ρυάκι με επαναλαμβανόμενους ήχους, με αλλαγές, έξυπνες παρατηρήσεις, με λιτό, σίγουρα λογοτεχνικό, πικρό λόγο αλλά και διαρκή ειρωνικό τόνο μέχρι που φτάνει σιγά σιγά το έργο στην κορύφωσή του.
Το στίγμα της στείρας ηρωίδας είναι ανεξίτηλο όχι μόνο για τον ψυχικό πόνο της ίδιας όσο της καγχαστικής συμπεριφοράς των άλλων, όταν μάλιστα διαβιώνει σε στενό επαρχιακό περιβάλλον.
Το στίγμα των συζύγων εξαλείφεται, ως δια μαγείας, με τη γέννηση ενός αγγελόμορφου, θηλυκού μωρού και αντικατασταίνεται με περηφάνια, όχι μόνο της γέννησης αλλά και του σπάνιου κάλους.
Η αιμοβορία, θανάσιμος εχθρός ευτυχίας και ομορφιάς, δίνει στο εγκληματικό χέρι ευκαιρία και απάγει το πανέμορφο μωρό.
Οι γονείς αναθρεμμένοι κι αυτοί μέσα στο κύτταρο μιας κοινωνίας στενής, παρωπιδικής και δογματικής περιφρονούν τα τέσσερα παιδιά που γεννούν στη συνέχεια. Ένα κορίτσι άλαλο και τρία αγόρια.
Ο πατέρας, Διαμαντής , ο αρχηγός της οικογένειας, ο πατριάρχης, εκείνος που όχι μόνο η απαγωγή της πρώτης κόρης, αλλά και τα μετέπειτα τέκνα που όχι μόνο στερούνταν του κάλους της απαχθείσας αλλά είχαν και κουσούρια, κατά τη γνώμη του, του αύξαινε το ήδη υπάρχον σύμπλεγμα.
Κατάρες έδινε μέχρι τις τελευταίες βασανιστικές του στιγμές ο κακόβουλος πατέρας, όμως ένιωθε τον πόνο, το φόβο του ανεξήγητου και τότε δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος να τον αγαπάει, να του σταθεί...
Η μάνα, Ναυσικά το όνομά της, μαντιλοδεμένη και πενθούσα αιωνίως, ψιθυρίζει αντί μιλήματος, υποχωρεί πάντα και ιδιαίτερα στον αυταρχισμό του συζύγου, λυγισμένη, θιγμένη γεγονότων που μειώνουν το όνομα και το κύρος της οικογένειάς της.
Ψυχικά άρρωστη και κατάκοιτη πέθανε με τη συντροφιά της βουβής της κόρης. Δε μιλούσαν μόνο κοιτάζονταν, όπως μια ζωή έκαναν, σαν να έλεγαν τα ανείπωτα.
Πελαγία το όνομά της απαχθείσας, είχαν προλάβει και την είχαν βαφτίσει, ασχέτως αν οι θετοί γονείς τής έδωσαν το όνομα Μαρία, αγνοώντας ότι το παιδί ήταν ήδη βαφτισμένο μια κι ο παπάς της ενορίας και φίλος τους θέλησε να τους δώσει το παιδί, που βρήκε εγκαταλειμμένο μπρος στην εκκλησιά, για υιοθεσία ως δώρο της καλοσύνης τους και αντίμαχο της στειρότητάς τους.
Λένα το κορίτσι που έφεραν στον κόσμο, προς αντικατάσταση του κενού που άφησε η Πελαγία-Μαρία. Λένα που δεν έφτανε σε ομορφιά ούτε στο νυχάκι της απαχθείσας. Ήταν στραβοκάνικο, ασκημούτσικο και το χειρότερο αν και ήταν τεσσάρων λέξη δεν έβγαινε από το στόμα του. Αλλόκοτο παιδί, ζαβό τόπε ο πατέρας-αφέντης, ασχέτως αν εκείνη την ημέρα το παιδί ψιθύρισε στη μάνα τη λέξη ‘’δέκα’’. «Ναι», σταυροκοπήθηκε η μάνα κοιτάζοντάς το παράξενα, είπε «δέκα», τόσα ακριβώς χρόνια που κλέψανε την Πελαγία της, ανατρίχιασε αναλογιζόμενη τη μυστική γνώση που έκρυβε η άλαλη κόρη.
Η απατηλή αλαλία της Λένας εκδικητική στην υποτιμητική συμπεριφορά των γονιών, ιδιαίτερα του πατέρα που κοιτούσε χωρίς να βλέπει μια κόρη, το παιδί του, παρά μόνο το σάλεμά του, όπως πίστευε ο ίδιος. Η αλαλία προς όλους και σε όλα, μέχρι που γίνεται γυναίκα και παίρνει τη ζωή στα χέρια της· τώρα φωνάζει, βρίζει και καταφέρεται, πολλοί δεν ζουν να την ακούσουν, αυτοί που την ακούν μένουν ενεοί.
Ο Φάνης, ναυτικός και καταπιεσμένος γιος, που έφηβος ακόμα το σκάει από τα νύχια του δεσποτικού πατέρα και απλώθηκε ταξιδεύοντας σε θάλασσες του κόσμου.
Ανέστης ο δεύτερος γιος αδιάφορος και συμβιβασμένος με τον επαρχιωτισμό· ο πλεονέκτης της οικογενειακής ακίνητης περιουσίας
και
Ο μικρός Ιωσήφ που θράφηκε με ψήγματα αγάπης και τρυφεράδας απ’ όλους· μικρούλης ο ίδιος μικρή δυστυχώς και η ζωή του.
Η πανέμορφη Πελαγία-Μαρία, που τώρα μόνο το Μαρία φέρει και ξέρει. Η έφηβη Μαρία πετάει ελεύθερη σε ουρανούς και θάλασσες μια και διαπλάστηκε ελεύθερα από θετούς γονείς που πάντα σαν όψιμο δώρο την έβλεπαν και χατίρι ποτέ δεν της χάλασαν.
Η μαυρομάλλα κοπελιά που ταξίδεψε μόνη με ένα παλιό αργοκίνητο καράβι, ξένη ανάμεσα σε ξένους και μες το καταχείμωνο κατεβαίνει την μπουκαπόρτα μαζί με τους λιγοστούς συνεπιβάτες φτάνοντας σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί που ούτε ήξερε ποιο ήταν και προχωρούσε διστακτικά, μόνη, χαμένη, με ένα σάκο στην πλάτη αγγαρεία και συντροφιά, έτοιμη να κλάψει, μέχρι που είδε κάπου εκεί κοντά στο λιμάνι ένα μπαράκι, δε χρειαζόταν σκέψη για να μπει μόνο λίγο φως, λίγη ζεστασιά..
.. και κει πίσω από την μπάρα βρήκε τον κατσαρομάλλη έρωτα, τον πότη, τον «φαν» της ψυχεδελικής μουσικής· εκεί βρήκε τον Μόρισόν της και κείνος βρήκε ένα αλλιώτικο κορίτσι με ύφος μπλαζέ ανακατεμένο με δόση τρόμου και νιάτα να λαμποκοπούν τόσο που τον τύφλωσαν, όμως ο έρωτας τύφλωσε και κείνη.. «είμαι η Μαρία» του είπε και δεν περίμενε να ακούσει το όνομά του, παρά συνέχισε «και συ ο Μόρισον».
Δέκα χρόνια η Μαρία του Μόρισον, ο Μόρισον της Μαρίας, δέκα χρόνια έρωτα με ποτά, μουσική doors, μπαράκι, άμμος, θάλασσα, μακριά από αστικές αντιλήψεις, που σιχαινόταν ο Μόρισον. Η Μαρία έμαθε πολλά από τον Μόρισον. Έμαθε να αγαπά τα νησιά, τα καλοκαίρια, τις μουσικές θανάτου, τις ουσίες της λήθης· έρωτας παιχνίδι, έρωτας ζαβολιά· όμως μεγάλωσε νοστεί, εκείνος χαμένος, αφιονισμένος δέχεται διάφορες στην αγκαλιά του, εκείνη γυρίζει πλάτη· όχι αυτή η αγκαλιά δεν την χωράει. Φεύγει..
Ω! το νεύρο η Λένα, η Λένα που δεν ξεχνά και αφήνει σύζυγο που παντρεύτηκε έτσι χωρίς έλξη, χωρίς αγάπη, χωρίς έρωτα, καθώς και παιδί και φεύγει στην πρωτεύουσα να βρει την χαμένη αδελφή, να βρει την Πελαγία, που τώρα λένε Μαρία.
Ναι οι αδελφές βρίσκονται δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν τη δύναμη της εξ αίματος συγγένειας, γίνονται δυο επιστήθιες φίλες, μέχρι που η ταξιδιάρα Μαρία, πηγαίνει στο χωριό που γεννήθηκε η Λένα, εκεί που και εκείνη είχε γεννηθεί και η αποκάλυψη καραδοκεί.
Τέλος, η κάθαρση του έργου γίνεται με απροσδόκητο τρόπο και καλό θα είναι όσες δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο να το διαβάσετε.
Ευγενία Μακαριάδη.
(μέλος ομάδας της
Λέσχης Ανάγνωσης
Διονύσου)"
Λοιπόν, στο Διόνυσο πέρασα εξαίσια. Η συζήτηση ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, οι παρατηρήσεις λίαν εύστοχες, οι κυρίες-μέλη της Λέσχης είχαν αναγνώσει το κείμενό μου με προσοχή, η φιλοξενία υπήρξε υποδειγματική, εν ολίγοις ένα απόγευμα ποιότητας σε μία εποχή που το πρόγραμμά μου είναι τουλάχιστον βαρύ.
Κυρίες μου, σας ευχαριστώ και δημοσίως και εύχομαι καλή συνέχεια!
Τώρα, στα καθ' ημάς:
Το ταξίδι της σαγράδα φαμίλια συνεχίζεται. Ούσα στη Λακωνία - η ανάρτηση θα περιμένει λιγάκι, αλλά δεν πειράζει, δεν πάω πουθενά, εδώ θα είμαι - έδωσα συνέντευξη στο Νέστορα Πουλάκο και επ' ευκαιρία ανακάλυψα το ΒΑΚΧΙΚΟΝ.
Την Πέμπτη με τη Λέσχη Ανάγνωσης ο Κήπος των Μυστικών, θα είμαι στην Τεχνόπολη, στο πλαίσιο του fringe festival, αίθουσα Δ7, 7-8 μ.μ., όπου θα συζητάμε το Sagrada Familia. Όσοι πιστοί...
Τέλος, την Πέμπτη επίσης, 9 με όσο πάει, θα είμαι στην Έκθεση Βιβλίου στο Πασαλιμάνι στα περίπτερα των Εκδόσεων Ψυχογιός. Το σκηνικό είναι ιδανικό, πλάι στη θάλασσα, το ντιζάιν των περιπτέρων βελτιωμένο, κάτι μου λέει ότι οι Εκθέσεις σιγά-σιγά αναβαθμίζονται αισθητικά, κακό δεν είναι.
Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009
ΓΕΙΑ, ΠΑΩ ΝΑ ΖΗΣΩ...
Ο στίχος από το τελευταίο τραγούδι της Έλενας (Παπαρίζου) και πριν ξυνίσετε, σκεφτείτε το λιγάκι. Στίχος-μόττο του τριημέρου που έγινε πενθήμερο, φυγή, φυγή, φυγή, σε μία περίοδο μεγάλης πίεσης, το ταξίδι είναι ανάγκη επιτακτική και η φύση συνωμοτεί για να εντείνει αυτό το αίσθημα της φυγής, φωνάζοντας ως άλλη σειρήνα "έλα σε μένα, έλα σε μένα".
Πελοπόννησος ήταν (και) αυτή τη φορά η φυγή: Μεσσηνία, παρεμπιπτόντως, και Λακωνία, ο προορισμός. Αφορμές υπήρξαν, δεν είναι της παρούσης, γιατί βρέθηκα εκεί, η αιτία ήταν η ανάγκη του ταξιδιού, κοινώς αποσυμπίεση σε καιρό απαιτητικό.
Μεσσηνία, λοιπόν. Ως τώρα, Μεσσηνία για μένα ήταν η Πύλος, η ανυπέρβλητη παραλία της Βοϊδοκοιλιάς, το ανάκτορο του Νέστορος, η γραφική πόλη με ένα από τα ωραιότερα λιμανάκια που έχω δει από το ξενοδοχείο που έβλεπε ακριβώς εκεί, όπως πριν κι από την Πύλο ένα αντίστοιχο ξενοδοχείο στην Τήνο, ένα εστιατόριο με φαγητό που δεν το περιμένεις εκεί: δε θυμάμαι πως το λένε, πάνε χρόνια...
Αυτή τη φορά, Μεσσηνία ήταν η Ανδρούσα, δήμος και χωριό, μέσα από μία απίστευτη τύπου Dukes of Hazard διαδρομή, με φίδια πατημένα και φίδια ζωντανά ιριδίζοντα και έρποντα, με στρατιωτικά αεροπλάνα να πετάνε χαμηλά σε θέαμα συναρπαστικό, με φούρνο που πήγα να ζητήσω οδηγίες και να "χαζέψω ψωμια" - φούρνο με λαμαρίνες, που μύριζε φούρνος, αν με εννοείτε, όχι σφολιατοειδή ακαθορίστου. Με εγκαταλελειμμένο κτήριο με ωραιότατες καμάρες στην πλατεία, πίσω από την εκκλησία, και, φυσικά, με κάστρο. Κάστρο μικρό, όχι εξαιρετικά διατηρημένο, αλλά φιλικό και φιλόξενο, και οπωσδήποτε περίβλεπτο και εγγυώμενο την καλύτερη θέα. Και παπαρούνες, και συκιές, αλλά ακόμη είναι νωρίς για σύκα, μόνο σε αφρόλουτρο...
Και η Καλαμάτα, όπου το αγαπημένο καπέλο ήταν φτηνότερο απ' ό,τι πριν δύο καλοκαίρια στο Μοναστηράκι και η ταβέρνα ήταν πάνω στη θάλασσα.
Και η Μάνη, όπου δεν είχα ξαναβρεθεί, πέτρα και πολλοί πύργοι προκάτ. Αρεόπολη: πέραν του αναπόφευκτα τουριστικού κλίματος και τις απαραίτητες πινακίδες στα γερμανικά, η Μάνη, σου λέει, η χαρά του Γερμανού, πλήθος τα τροχόσπιτα στο δρόμο κι όλα γερμανικά, η Αρεόπολη έχει μία αίσθηση ιστορίας, ωραία καλντερίμια και στο βάθος η θάλασσα. Και είχε και κρύο εκεί που δεν το περιμέναμε και μια μεγάλη καρυδιά στην αυλή του ξενοδοχείου που μου θύμισε την καρυδιά στην Αιολική Γη του Βενέζη που φύτεψε το κοριτσάκι κι ήταν απαρηγόρητο που δε θα την έβλεπε να μεγαλώνει.
Θα διακόψω εδώ, για τη Λακωνία θα συνεχίσω.
Να ξαναδιαβάσουμε την Αιολική Γη, για να θυμηθούμε την εποχή που υπήρξαμε αθώοι κι όλα μπροστά μας.
Να ακούσουμε τα τραγούδια που ακούγαμε τότε, γιατί η πολυτέλεια της νοσταλγίας δε μας χαρίζεται κάθε μέρα.
Είδαμε την πανσέληνο, να δούμε το ακόμα γεμάτο φεγγάρι, γιατί είναι πολλά υποσχόμενο.
Και να οραματιστούμε το επόμενο ταξίδι.
Στο μεταξύ, θα πάω ένα μικρό ταξίδι στο Διόνυσο, προσκεκλημένη της Λέσχης Ανάγνωσης Διονύσου, για να συζητήσουμε τη ΣΑΓΡΑΔΑ. Θα σας ενημερώσω γι' αυτό και για άλλα που ακολουθούν στα ΠΡΟΣΕΧΩΣ.