Σύμη, Αύγουστος 2011 |
Β´ Ὁ Ἡδονικὸς Ἐλπήνωρ
Τὸν εἶδα χτὲς νὰ σταματᾶ στὴν πόρτα κoιτῶ ἀπὸ τὸ παράθυρό μου θἄ᾿ταν ἑφτὰ περίπου μιὰ γυναίκα ἦταν μαζί του. Εἶχε τὸ φέρσιμο τοῦ Ἐλπήνορα, λίγο πρὶν πέσει νὰ τσακιστεῖ, κι ὅμως δὲν ἦταν μεθυσμένος. Μιλοῦσε πολὺ γρήγορα, κι ἐκείνη κοίταζε ἀφηρημένη πρὸς τοὺς φωνογράφους- τὸν ἔκοβε καμιὰ φορὰ νὰ πεῖ μία φράση κι ἔπειτα κοίταζε μ᾿ ἀνυπομονησία ἐκεῖ ποὺ τηγανίζουν ψάρια- σὰν τὴ γάτα. Αὐτὸς ψιθύριζε μ᾿ ἕνα ἀποτσίγαρο σβηστὸ στὰ χείλια: - Ἄκουσε ἀκόμη τοῦτο. Στὸ φεγγάρι τ᾿ ἀγάλματα λυγίζουν κάποτε σὰν τὸ καλάμι ἀνάμεσα σὲ ζωντανοὺς καρποὺς — τ᾿ ἀγάλματα- κι ἡ φλόγα γίνεται δροσερὴ πικροδάφνη, ἡ φλόγα ποὺ καίει τὸν ἄνθρωπο, θέλω νὰ πῶ. - Εἶναι τὸ φῶς... ἴσκιοι τῆς νύχτας... - Ἴσως ἡ νύχτα ποὺ ἄνοιξε, γαλάζιο ρόδι, σκοτεινὸς κόρφος, καὶ σὲ γέμισε ἄστρα κόβοντας τὸν καιρό. Κι ὅμως τ᾿ ἀγάλματα λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τὸν πόθο στὰ δυό, σὰν τὸ ροδάκινο κι ἡ φλόγα γίνεται φίλη μὰ στὰ μέλη κι ἀναφιλητὸ κι ἔπειτα φύλλο δροσερὸ ποὺ παίρνει ὁ ἄνεμος- λυγίζουν γίνουνται ἀλαφριὰ μ᾿ ἕνα ἀνθρώπινο βάρος. Δὲν τὸ ξεχνᾶς.
- Τ᾿ ἀγάλματα εἶναι στὸ μουσεῖο. -Ὄχι, σὲ κυνηγοῦν, πῶς δὲν τὸ βλέπεις; θέλω νὰ πῶ μὲ τὰ σπασμένα μέλη τους, μὲ τὴν ἀλλοτινὴ μορφή τους ποὺ δὲ γνώρισες κι ὅμως τὴν ξέρεις. Ὅπως ὅταν στὰ τελευταῖα τῆς νιότης σου ἀγαπήσεις γυναίκα ποὺ ἔμεινε ὄμορφη, κι ὅλο φοβᾶσαι, καθὼς τὴν κράτησες γυμνὴ τὸ μεσημέρι, τὴ μνήμη ποὺ ξυπνᾶ στὴν ἀγκαλιά σου- φοβᾶσαι τὸ φιλὶ μὴ σὲ προδώσει σ᾿ ἄλλα κρεβάτια περασμένα τώρα ποὺ ὡστόσο θὰ μποροῦσαν νὰ στοιχειώσουν τόσο εὔκολα τόσο εὔκολα καὶ ν᾿ ἀναστήσουν εἴδωλα στὸν καθρέφτη, σώματα ποὺ ἦταν μία φορὰ- τὴν ἡδονή τους. Ὅπως ὅταν γυρίζεις ἀπ᾿ τὰ ξένα καὶ τύχει ν᾿ ἀνοίξεις παλιὰ κασέλα κλειδωμένη ἀπὸ καιρὸ καὶ βρεῖς κουρέλια ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσες σὲ ὄμορφες ὧρες, σὲ γιορτὲς μὲ φῶτα πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, ποὺ ὅλο χαμηλώνουν καὶ μένει μόνο τὸ ἄρωμα τῆς ἀπουσίας μιᾶς νέας μορφῆς. Ἀλήθεια, τὰ συντρίμμια δὲν εἶναι ἐκεῖνα- ἐσὺ ῾σαι τὸ ρημάδι- σὲ κυνηγοῦν μὲ μία παράξενη παρθενιὰ στὸ σπίτι στὸ γραφεῖο στὶς δεξιώσεις τῶν μεγιστάνων, στὸν ἀνομολόγητο φόβο τοῦ ὕπνου- μιλοῦν γιὰ περιστατικὰ ποὺ θὰ ἤθελες νὰ μὴν ὑπάρχουν ἢ νὰ γινόντουσαν χρόνια μετὰ τὸ θάνατό σου, κι αὐτὸ εἶναι δύσκολο γιατί... -Τ᾿ ἀγάλματα εἶναι στὸ μουσεῖο. Καληνύχτα. -... γιατὶ τ᾿ ἀγάλματα δὲν εἶναι πιὰ συντρίμμια, εἴμαστε ἐμεῖς. Τ᾿ ἀγάλματα λυγίζουν ἀλαφριὰ ... καλή- νύχτα. Ἐδῶ χωρίστηκαν. Αὐτὸς ἐπῆρε τὴν ἀνηφόρα ποὺ τραβάει κατὰ τὴν Ἄρκτο κι αὐτὴ προχώρεσε πρὸς τὸ πολύφωτο ἀκρογιάλι ὅπου τὸ κύμα πνίγεται στὴ βοὴ τοῦ ραδιοφώνου: Τὸ ραδιόφωνο «Πανιὰ στὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα ὁ νοῦς δὲν κράτησε ἄλλο ἀπὸ τὴ μέρα. Ἄρωμα πεύκου καὶ σιγὴ εὔκολα θ᾿ ἁπαλύνουν τὴν πληγὴ ποὺ ἔκαμαν φεύγοντας ὁ ναύτης ἡ σουσουράδα ὁ κοκωβιὸς κι ὁ μυγοχάφτης.
Γυναίκα ποὺ ἔμεινες χωρὶς ἁφή, ἄκουσε τῶν ἀνέμων τὴν ταφή. «Ἄδειασε τὸ χρυσὸ βαρέλι ὁ γήλιος ἔγινε κουρέλι σὲ μιᾶς μεσόκοπης λαιμὸ ποὺ βήχει καὶ δὲν ἔχει τελειωμό- τὸ καλοκαίρι ποὺ ταξίδεψε τὴ θλίβει μὲ τὰ μαλάματα στοὺς ὤμους καὶ στὴν ἥβη. Γυναίκα ποὺ ἔχασε τὸ φῶς, ἄκουσε, τραγουδᾶ ὁ τυφλός.» «Σκοτείνιασε- κλεῖσε τὰ τζάμια- κάνε σουραύλια μὲ τὰ χτεσινὰ καλάμια, καὶ μὴν ἀνοίγεις ὅσο κι ἂν χτυποῦν- φωνάζουν μὰ δὲν ἔχουν τί νὰ ποῦν. Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες, κρίνα ἀπ᾿ τὴν ἄμμο, κι ἀπ᾿ τὴ θάλασσα ἀνεμῶνες γυναίκα ποὺ ἔχασες τὸ νοῦ, ἄκου, περνᾶ τὸ ξόδι τοῦ νεροῦ...»
«Ἀθῆναι. Ἀνελίσσονται ραγδαίως τὰ γεγονότα ποὺ ἤκουσε μὲ δέος ἡ κοινὴ γνώμη. Ὁ κύριος ὑπουργὸς ἐδήλωσεν, Δὲν μένει πλέον καιρός...» «... πάρε κυκλάμινα... πεῦκο βελόνες... κρίνα ἀπ᾿ τὴν ἄμμο... πεῦκο βελόνες... γυναίκα. .» «... ὑπερτερεῖ συντριπτικῶς. Ὁ πόλεμος...»
ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ
(έμφαση δική μου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου