Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Άννινος

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα χωριό, στα όμορφα πλην κακόφημα Γκράβαρα: η Περίστα. Κι εκεί γύρω ήταν ένα ανυπέρβλητα μεγαλειώδες βουνό, ο Άννινος.




Για να μη μακρηγορώ κι επειδή δεν είμαι σε mood για παραμύθι, η Περίστα είναι το χωριό του παππού μου στην ορεινή Ναυπακτία, ο δε Άννινος, ο γρανιτένιος όγκος που αγάπησα απ' όταν θυμάμαι τον εαυτό μου και θα αγαπώ εσαεί.


Φέτος δε το καλοκαίρι τον ανέβηκα κιόλας και έμαθα ότι είναι φτιαγμένος από γρανίτη. Το γρανίτη τον αγαπούσα επίσης πάντα, αλλά δεν ήξερα γιατί. Τώρα έμαθα. Ανάβαση λοιπόν στα 1700 μ., από το χωριό Κόνισκα, απέναντι από την Περίστα, μπροστά στην οποία δεν πιάνει μία, σόρι κιόλας, αλλά στην πλατεία, πού αλλού;, έχει τρελό ταβερνείο κάτω από πλάτανο, με ευγενέστατους ιδιοκτήτες και εξυπηρετικότατα τρισχαριστωμένα τέκνα. Ο ελληνικός 1 ευρώ και κάτι κοψίδια αλησμόνητα. Εκεί έμαθα να εκτελώ σφήκες (και ουχί σφίγγες, θα το ξαναπώ μπας και το εμπεδώσετε, μάλλιασε η γλώσσα μου), οικολόγοι please don't shoot me, με χαρτοπετσέτα. Ήσαν πάνω στο κρέας μου και ήμουν πεινασμένη μετά από οκτάωρο στο βουνό.

Αν θελήσετε να πάτε, να πάτε πρωί, σαφώς να πάτε καλοκαίρι, ο Γιώργος και κάτι άλλοι που είχαν πάει πριν άφησαν κόκκινα βελάκια σε καίρια σημεία, κι όταν φτάσετε στην κατάβαση πια, εκεί που τα σταχοειδή χορταράκια γλιστρούσι, αφεθείτε, κάντε τσουλήθρα, και have the time of your life.

Τα σαντουιτσάκια που προανέφερα στο Πάντα Βρέχει θα σας χρειαστούν κι εδώ. Νερό θα βρείτε στη βρύση πριν την κορυφή. Αν συμπέσετε με τα προβατάκια, αφήστε τα να προπορευτούν. Έμαθα επίσης ότι αν δεν πιουν εκείνη την ώρα, μετά δεν ξαναγυρνάνε. Μη σκάσουν τα προβατάκια εξαιτίας σας, εν αντιθέσει προς άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, δε σας φταίνε σε τίποτα. Έχει πέρδικες, άλλος ένας λόγος να πας καλοκαίρι, γιατί μετά έχει και κυνηγούς, μη σε περάσουν για πτηνό.

Γιατί να πας: για να δεις ότι τα άπειρα χωριά της περιοχής χτίστηκαν με αίμα κυριολεκτικά πάνω στα κακοτράχαλα βουνά και να αναλογιστείς τι εποχές πέρασε ο τόπος, ο έρημος τόπος (οσονούπω και κυριολεκτικά, δες τι θα γίνει σε δύο σ-κ με το κάλεσμα της Αυστραλίας "έλα σε μένα, έλα σε μένα΄") και ότι παρ' όλ' αυτά οι σκληροτράχηλοι άνθρωποι επεβίωσαν και μεγαλούργησαν, εμείς τα μαλθακά όντα, τα αδικημένα που έπεσαν στη λούμπα της ιστορίας οντίδια, δεν ξέρω τι θ' απογίνουμε.

 τα απράκια της φωτό είναι τα προβατάκια που πίνανε νερό - μετά πήγαν για φαΐ




Επίσης, για να δεις, όντας στην κορυφή, μία σειρά κορυφών και βουνοσειρών όσο φτάνει το μάτι, και να διαπιστώσεις ότι ναι, τα Γκράβαρα είναι αδιαπέραστος τόπος, παντού βουνά, περίκλειστος, για ανθεκτικές ιδιοσυγκρασίες.
έτσι, για να γελάσουμε λιγάκι: εννοείται ότι ο εξοπλισμός χρησιμοποιήθηκε - από μένα τουλάχιστον - αυστηρά για τις ανάγκες της φωτογράφησης. Όταν ανέβεις στο βουνό, φρόντισε να πάρεις κάποιον να κουβαλά μπουφανάκι, νεράκι, σαντουιτσάκι, φρουτάκι, και κυρίως αντηλιακάκι - ο ήλιος καίει στα υψόμετρα αυτά.

Ενίοτε με πιάνει μία περηφάνεια τύπου τοπικισμού, δε θα σου κρυφτώ. Έπεται συνέχεια στις φυσιολατρικές εξορμήσεις. Τις συστήνω και συνιστώ ανεπιφύλακτα διότι:
α. κάνεις γυμναστική
β. αναπνέεις καθαρό αέρα
γ. είναι σχετικά ανέξοδες
δ. προετοιμάζεσαι για την ώρα που θα πάρεις τα βουνά

Ακούω στο άστυ πια αυτό: Tindersticks, A Night In, καμία σχέση με τα βουνά.
"Αnd I know you 're hurting and I can't be there for you". Για σκέψου: συμβαίνει κι αυτό καμιά φορά, ανθρώπινο γαρ.

Διαβάζω τα Άπαντα του Μάριου Χάκκα, Καισαριανιώτη par excellence. Άλλη φορά θα σας γράψω και κάτι από Χάκκα.










ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ

αλλιώς τι να πρωτοθυμηθώ για σένα όμορφο καινούργιο μου χωριό; ή καινούργιο κοσκινάκι μου; και τα δύο, γιατί όχι;
αν πας στην Καισαριανή, να φας: Τσοπανάκος (κοντά στο γήπεδο της Νίαρ Ίστ), Οσονούπω και Ρακάκι (στην πλατεία).
να πιεις: πονεμένη ιστορία. Κάποτε υπήρχε το Μέλι με τη θεϊκή ταράτσα. Τώρα έγινε μπιραρία. Υπάρχει άλλη μία ταράτσα, αλλά από κάποια ώρα και μετά βαράει.
να περπατήσεις: μέσα στο δάσος, μέχρι το δάσος, μέσα στην Πανεπιστημιούπολη και στο Άλσος Συγγρού ως τον Άγιο Χαράλαμπο και το Μέγαρο Μουσικής.
να δεις θερινό, στο δημοτικό κινηματογράφο επίσης κοντά στο γήπεδο.
να πας στη λαϊκή, αν μένεις εδώ, αλλιώς θα έχεις και κοντά στο σπίτι σου, υποθέτω
να πας στο Σκοπευτήριο, για περπάτημα και μνήμη
να πας στη Μονή, βλ. παρακάτω, ανοικτή, αναστηλωμένη και επισκέψιμη ως τις 3 μ.μ. πλην Δευτέρας. Εισιτήριο 2 ευρώ με άκρως επεξηγηματικό ενημερωτικό φυλλάδιο. Λείπει η κάτοψη απ' το φυλλάδιο, Υπ.Πο.Τ. υπόψιν.
Μετά να πας στην καντίνα και παραπάνω στην Καλοπούλα (πηγή). Όλα στον Υμηττό. Να πάρεις λίγο καθαρό αέρα, να δεις και την Αθήνα από ψηλά και να κουνήσεις περίλυπος-η το κεφάλι με το χάλι.
να πας στην Πανεπιστημιούπολη, κι άμα με δεις να τρέχω με ρυθμούς χελώνας, μη με λοιδωρήσεις, βάλε τ' αθλητικά σου κι ακολούθησέ με - εκτός αν είσαι stalker, στην οποία περίπτωση, ευχαριστώ, δε θα πάρω

Ακολουθεί Μονή Καισαριανής.



και η χελώνα - θα τη δεις να τριγυρνά στα πέριξ της Μονής. Εσχάτως εθεάθη μαζί με ριγέ γατάκι.
Ακούω μηχανάκια με κομμένες εξατμίσεις και εξοργίζομαι: enough.
Αλλά, για να μη γκρινιάζω πολύ, ξανα-ακούω κι αυτό που αναφέρει και την Καισαριανή: Μαλαματένια Λόγια, Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, Ερμηνεία που επέλεξα: Παπακωνσταντίνου, Υφαντής, Καλημέρη. Στίχοι εδώ
Άκρως επίκαιρο, αγαπητοί. "Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια". Ας αναλογιστούμε τι ζήτησε ο καθένας μας και τι πήρε/ παίρνει/ θα πάρει στο βίο του. 

Αυτά καθώς επιστρέφω στο ιστολόγιό μου και δηλώνω παρούσα και φυσικά το ταξίδι συνεχίζεται ανεξαρτήτως και πρωτίστως κόντρα στους καιρούς.

Πάντα Βρέχει, αλλιώς νεραϊδότοπος

Είναι κάποια μέρη που σε συγκλονίζουν. Είναι κάποιοι τόποι που το τοπίο καίτοι απογειωτικό συνιστά το ελάχιστο της εμπειρίας. Είναι κάποιες διαδρομές που τις νιώθεις σαν ευλογία.

Μετά από αγρανάπαυση μηνών και αφού πέρασε στο μεγαλύτερο μέρος του το θαυματουργό ελληνικό καλοκαιράκι που έθρεψε μαγουλάκια και έγιανε πληγές μιας κοινωνίας σε κρίση, αφού η εσωτερική μετανάστευση-επιστροφή στη φύση καλά κρατεί, επιστρέφω στο παρόν ιστολόγιο με ένα από τα ομορφότερα μέρη που αξιώθηκα να βιώσω: το  φαράγγι του Κρικελλοπόταμου και τον Καταρράκτη Πάντα Βρέχει στην Ευρυτανία.


Οι φωτό, καίτοι κατ' ανάγκην εκθαμβωτικές, δε μπορούν να αποδώσουν τη χαρά του Πάντα Βρέχει. Είναι τω όντι τόπος για νεράιδες, τόπος απόκοσμης ησυχίας, τόπος φωτοσκιάσεων που θα έκαναν το λατρεμένο Καραβάτζιο να κλάψει, τόπος θάμβους και αγαλλίασης.

Δε μπορώ να πω πολλά, δεν έχει νόημα να επιδοθώ σε λυρισμούς, το βίωμα ισχύει για τον καθένα αλλιώς, τα πρακτικά ακολουθούν  ως εξής:

Πως να πας: εμείς από Θέρμο-Προυσό-Πρόδρομο-Καστανιά-Ροσκά. Υπάρχει καλή σήμανση, ο δρόμος ως τον Προυσό άσφαλτος, από κει και πέρα 20 km χωματόδρομος στενός και τραγικός, πολλές και απότομες στροφές, γκρεμίλες και αξεπέραστοι γρανιτένιοι όγκοι, αδιαπραγμάτευτοι συγκεκριμένα. Ή 4X4 ή μηχανή ή πολύ καλό οδηγό και το σταυρό σας. Στο Πάντα Βρέχει θα πας αν το θες πολύ κι αν πας θα ξαναπάς. Περί τις 3 ώρες η διαδρομή που περιγράφω.

Τι χρειάζεσαι: παπούτσια που θα είναι σταθερά σε βρεγμένο και στεγνό έδαφος (έβαλα πλαστικά θαλάσσης, μέσα στο ποτάμι σούπερ, εκτός γλιστρούσε το ποδαράκι στο παπουτσάκι και τσακίστηκα, δεν το συνιστώ, καλύτερα πάνινα).
μαγιό οπωσδήποτε: το φαράγγι ως τον καταρράκτη είναι περί το χιλιόμετρο, σε ορισμένα σημεία αναγκαστικά - έλα που δε θες - μπαίνεις στο νεράκι ως τη μέση τουλάχιστον.
καπέλο, αντηλιακό, νερό θα βρεις στον καταρράκτη, φωτογραφική πήρε ο Γιώργος, ήτο τολμηρός, κατόρθωσε να την κρατήσει στεγνή. Συνιστώ αδιάβροχη της πλάκας. Κινητά, λεφτά κλπ. σαφώς όχι. Αλλαξιά ρούχα, εσώρουχα, παπούτσια για μετά, το ποτάμι είναι κρύο, δηλαδή εξαιρετικά κρύο και ο δρόμος της επιστροφής μακρύς, πρέπει να αλλάξεις.
Σαντουιτσάκια ναι, αγαπημένο με χωριάτικο ψωμί, φέτα, λάδι, ντομάτα και ρίγανη, έτοιμα από το βράδυ να ποτίσει το ψωμί και να γίνει μπουκιά και συχώριο. Μην τα πάρεις μαζί σου, έχει καβούρια, φάτα στο αμάξι.
Μαστ: ντους στον καταρράκτη, ψύχος και άπειρο γέλιο.

Να κάτσεις στο γρανίτη, έχει παντού σκόρπιους τεράστιους βράχους λειασμένους και ζεστούς. Θα ζεσταθεί η έδρα σου μετά την ψυχρολουσία και θα το φχαριστηθείς.
Να κλείσεις τα αυτάκια και να αφεθείς στη μαγεία του απόλυτου.
Κατά τα λοιπά, δες τις φωτό, και μία παράκληση: το Πάντα Βρέχει είναι παραδόξως ανέγγιχτο. Να φερθείς με τον προσήκοντα σεβασμό.

καλό είναι να ξεκινήσεις άγρια χαράματα (6 ή νωρίτερα) ώστε όταν φτάσεις να είσαι σαν τον πρώτο άνθρωπο που ανακάλυψε το θαύμα. Αργότερα πλακώνει κόσμος και γίνεται της Ομονοίας - όχι της θεάς, της πλατείας.

Διαβάζω τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, οραματιζόμενη το βίο μου ως Ναστάσια Φιλίποβνα και επιθυμώντας διακαώς το state of mind του πρίγκηπα Μίσκιν. Και στα διαλείμματα τα Four Quartets του T.S. Eliot, με αδυναμία ιδιαίτερη στο Little Gidding.

Ακούω τα τζιτζίκια, το ραδιόφωνο στο πατρικό δεν πιάνει τίποτα...