Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

ΜΟΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

γιατί μόνο ακούω απόψε, έτσι θέλω. Πάμε:

http://www.youtube.com/watch?v=wlxPMg4IID4, γιατί είναι ήσυχο το βράδυ, παρόλα τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια που έχουν αρχίσει να με εκνευρίζουν απίστευτα και δεν εκφράζουν αυτό που λέμε "η Αθήνα θ' ανάβει σα μεγάλο καράβι". και γιατί το τραγούδησε η Αρλέτα, τελεία και παύλα. Στίχοι: Μαριανίνα Κριεζή Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος.


http://www.youtube.com/watch?v=nn9Ib06uwaE&feature=related, γιατί έτσι. Μουσική/Στίχοι: Γιώργος Θεοφάνους.


http://www.youtube.com/watch?v=H-bajaMwQgs, γιατί ανεβάζει διαθέσεις και θυμίζει κάτι (Army of Lovers?) Μουσική/ Στίχοι: Μύρωνας Στρατής. 


γιατί, εν συνόψει, επιμένουμε. Γιατί μπορούμε.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

όπως  δημοσιεύτηκε στο τεύχος των ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ που κυκλοφορεί.


Δεν της άρεσε το φθινόπωρο. Ακόμα χειρότερα· το μισούσε. Μισούσε που σκοτείνιαζε νωρίς, νωρίτερα από τις αχανείς ημέρες του καλοκαιριού εν πάση περιπτώσει, που έπιανε ένα μικρό κρύο που την έβρισκε απροετοίμαστη, ακόμα παραπέρα, απροστάτευτη, χωρίς ζακετάκι, και προπάντων χωρίς κάποιον να της ρίξει το ζακετάκι  στους ώμους. Μισούσε την κίνηση που άρχιζε ξανά μετά από ένα καλοκαίρι χαύνωσης και άδειας πόλης. Ποτέ δεν έφευγε τα καλοκαίρια. Περίμενε να φύγουν οι άλλοι κι εκείνη έμενε στην άδεια πόλη, τη δική της πόλη, που ήταν σαν από πάντα δική της, όλοι οι άλλοι επείσακτοι στο μυαλό της. Έμενε και περιφερόταν μετρώντας χρόνια και καλύπτοντας χιλιομετρικές αποστάσεις με τα πόδια.
Μετά όμως πάντα ερχόταν το φθινόπωρο. Και δεν έβγαινε πια στους μεγάλους δρόμους της πόλης. Η Βασιλέως Κωνσταντίνου απλωνόταν εχθρική, έτοιμοι όλοι να ξεκινήσουν πριν ανάψει καλά-καλά το φανάρι κι εκείνη τους φοβόταν και περίμενε μέχρι να είναι σίγουρη. Η Βασιλίσσης Σοφίας ούτε λόγος. Έτσι έβγαινε μόνο στα πάρκα, στα άλση, εν πάση περιπτώσει, εκεί που δεν είχε φανάρια, επιθετικότητα και πολλούς ανθρώπους. Είχε μάθει να τους ξεχωρίζει. Οι παλιοί, σαν και του λόγου της, οι νεοαφιχθέντες, αδέξιοι, τρομαγμένοι, βλέμμα χαμηλωμένο ή γουρλωμένα μάτια να θαυμάζουν την πόλη που θα θελήσουν κάποτε να κατακτήσουν και που θα τους καταπιεί χωρίς να το καταλάβουν. Και κυρίως αυτοί σηματοδοτούσαν την έλευση του φθινοπώρου: οι καινούργιοι. Ότι δεν της έφταναν όσοι γύριζαν πίσω, αντί να παρατείνουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές ή στο διηνεκές, όπως ονειρευόταν χρόνια τώρα, και ξάφνου, λέει, να μην υπάρχει άλλος τις, παρά εκείνη να μετρά τα πεσμένα φύλλα και τις ξεθωριασμένες μέρες του Σεπτέμβρη.
Όχι ότι δεν τους ένιωθε τους καινούργιους. Κάποτε υπήρξε μία από αυτούς. Ένα παιδί της επαρχίας που κατέφτασε φρέσκια-φρέσκια γεμάτη όνειρα για ζωή χαρούμενη, για ζωή χωρίς μιζέρια. Προερχόταν από ένα μέρος υγρό, έβρεχε σχεδόν πάντα, με νύχτες πηχτές και ομίχλες βαριές και χειμώνες ατέλειωτους. Και είχε ταυτίσει την Αθήνα με τον ήλιο, τη ζέστη, τη χαρά, την έλλειψη μιζέριας. Αυτό.
Όχι όμως το φθινόπωρο. Τα φύλλα, από τα λιγοστά αναλογικά δέντρα, έπεφταν. Στην αρχή είχε φυτά, πολλά φυτά.  Κάθε που φθινοπώριαζε όμως την έπιανε μια στενοχώρια που έχαναν τα φύλλα τους και πονούσε να τα βλέπει κίτρινα και μαραζωμένα να φυτοζωούν κυριολεκτικά. Μετά τα ξεπάτωσε. Δεν τα χάρισε, τα άφησε να πεθάνουν, όπως είχε πεθάνει μέσα της η διάθεση να το παλέψει. Φθινόπωρο εδώ και πολλά χρόνια σήμαινε κάλτσα το βράδυ, τελευταία είχε βρει ένα ζευγάρι πλεχτές μάλλινες που έκαναν τη δουλειά τους μια χαρά, πιτζάμα μακριά, κατά προτίμηση αλλουνού ξεχασμένη χρόνια, ξεβαμμένη, ξεχειλωμένη, αλλά ανθιστάμενη στη φθορά που είχε εκπαραθυρώσει τον «άλλον», εν αντιθέσει με την τέως πιτζάμα του, νυν δική της, κούπα με κάτι, τσάι, χαμομήλι, νερό, γάλα, ουίσκι, ό,τι, όλα ίδια ήταν, με τα χρόνια τα ‘χε δοκιμάσει όλα κι ήταν πολλά τα χρόνια, και σειρές. Οι καινούργιες σειρές στην τηλεόραση. Οι καινούργιες διαφημίσεις. Οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες φάτσες, οι ίδιες φωνές, οι ίδιες λέξεις.
Και μία κόπωση. Οι καινούργιες ταινίες στο σινεμά. Τελευταία λαχταρούσε θρίλερ. Όσο πιο θρίλερ, τόσο πιο καλά. Τέρμα οι ρομαντικές χαζοκωμωδίες. Τέρμα τα όνειρα. Τέρμα το χάπι έντ. Μόνο τρόμος ως αντίδοτο στον τρόμο του χειμώνα που θα ερχόταν πάλι και θα ήταν ίδιος με τον προηγούμενο και κατά πάσα πιθανότητα και με τον επόμενο. Το φθινόπωρο σε όλη αυτή την κατάσταση έπαιζε το ρόλο του προπομπού. Και μόνον.
Μια φορά αποφάσισε να ξενιτευτεί. Σκέφτηκε «άμα έρθει το φθινόπωρο και δε με βρει εδώ…» - δεν ολοκλήρωσε τη σκέψη της. Αυτό που εννοούσαν ήταν ότι άμα έρθει το φθινόπωρο ερήμην της, μπορεί και να περάσει ανώδυνα. Να την προσπεράσει. Άκουσε για ένα φθινόπωρο που τα φύλλα παίρνουν χίλια χρώματα και είναι σαν πανδαισία και πάνε όλοι και τα βλέπουν δεξιά κι αριστερά στο δρόμο και της φάνηκε τόσο απόλυτα βλακώδες που το βρήκε ιδανικό. Δεν πήγε. Κάτι την κρατούσε σ’ αυτή την πόλη, με τα στραβά της και τ’ ανάποδά της, και κυρίως με την ασφάλεια ότι το χειρότερο φθινόπωρο του κόσμου ήταν εδώ, γιατί να το γυρέψει αλλού;
Δεν τη συγκινούσε το ηλιοβασίλεμα που το ‘χε απλόχερα κάθε μέρα στο μπαλκόνι της. Δε σκιρτούσε με τα χρώματα του ουρανού και τα σχήματα των σύννεφων.  Δε μελαγχολούσε γλυκά με τα διαβατάρικα, τα αποδημητικά πουλιά που περνούσαν πάνω απ’ το κεφάλι της γυρεύοντας τις χώρες του ήλιου, τι, χαζά ήταν; Δεν αποθυμούσε τις μέρες που πήγαινε σχολείο και της αγοράζανε τα καινούργια σχολικά. Και τότε ζόρικο ήταν το φθινόπωρο, πόσο μάλλον τώρα πια.
Τώρα πια προσποιούνταν πως δεν υπήρχε. Κυκλοφορούσε περισσότερο με το μετρό, για να μη βλέπει το φθινόπωρο. Μόνη ανακούφιση οι μέρες που έπαιρνε η πόλη να ντύνεται χριστουγεννιάτικα και δεν υπήρχαν εποχές πια κι ήταν σαν  ψεύτικη, αλλά αυτό αργούσε ακόμη. Γενικώς ήθελε καμουφλάζ, στη ζωή, στην πόλη, στις εποχές. Όταν πρωτοέγινε λόγος για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την κατάργηση των ενδιάμεσων εποχών, μόνο που δε βγήκε στην πλατεία Συντάγματος να πανηγυρίσει. Ήταν φθινόπωρο όταν το άκουσε κι είπε «Θεέ μου, επιτέλους, υπάρχεις». Τελικά, δεν έγινε έτσι. Το φθινόπωρο δεν καταργήθηκε ποτέ, τουναντίον, τα τελευταία χρόνια σαν ενισχυμένο το ‘βλεπε, σαν πιο διεκδικητικό, σαν κάτι περισσότερο από συνήθως να ζητούσε.
Της ζητούσε να ζήσει. Να μην αναβάλλει. Αλλά εκείνη δεν το είχε. Ποτέ δεν το είχε. Διαβιούσε λάθρα, κρυφίως, σιωπηλά, στις γωνίες και στο περιθώριο του βίου των άλλων. Άμυνά της μία ραγισμένη, χριστουγεννιάτικη κόκκινη κεραμική κούπα. Την έβγαζε με το που έμπαινε ο Σεπτέμβρης, την καταχώνιαζε στα έγκατα του ντουλαπιού ό,τι μπουμπούκιαζαν οι αμυγδαλιές. Το είχε σα φυλαχτό, ας πούμε, σα μυστική σκέψη και σα συνταγή επιβίωσης: 22 φθινόπωρα είχε βγάλει με την κούπα αυτή, ραγισμένη απ’ το πρώτο κιόλας, ελαττωματική γαρ, στο τμήμα προσφορών αγορασμένη. Και η συνταγή ήταν απλή: όσο αντέχει η κούπα και δε σπάει, έτσι κι εκείνη· ραγισμένη, αυτό δε χωράει συζήτηση, πλην δε θα σπάει κάθε που μπαίνει το φθινόπωρο, κάθε που ψυχραίνουν οι νύχτες στην πόλη, θα αντέχει, θα το αντέχει κι ως το επόμενο φθινόπωρο, έχει ο Θεός, που ξέρεις, μπορεί μια μέρα να ευτυχήσει και φαντάσου, λέει, αυτή η μέρα να ‘ρθει και να ‘ναι φθινοπωρινή.

NEW YORK, NEW YORK



που λέει και η Λάιζα, ο Φράνκι, ακόμη καλύτερα η Λάιζα μαζί με το Φράνκι, πού αλλού; στο γιουτουμπ. Εδώ το Empire State Building, σήμα κατατεθέν, και ολίγα yellow cabs, επίσης.


Στα καθ' ημάς τώρα: Υπάρχουν κάποιες πόλεις που είναι μαγικές και που, αν και τις έχεις δει ένα τρισεκατομμύριο φορές σε ταινίες, φωτογραφίες, και τις έχεις ακούσει από αφηγήσεις τρίτων, ξεπερνούν τις όποιες προσδοκίες σου όταν πας και κάθε φορά που πας, από την πρώτη ως την εκατοστή πρώτη φορά. Αυτό είναι η πόλη της Νέας Υόρκης. Από την πρώτη φορά, όντας το πρώτο μέρος που επισκέφτηκα στις Η.Π.Α. το σωτήριο έτος 1998, μέχρι την πρώτη φορά μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, μέχρι την πιο πρόσφατη και πιστεύω πια για όσες φορές ακολουθήσουν.

Αν ήθελα να γράψω αναλυτικά περί Νέας Υόρκης δε θα αρκούσε μία ανάρτηση, ούτε καν ένα ιστολόγιο. Η Νέα Υόρκη είναι πλανήτης, είναι η συμπύκνωση του κόσμου σε μία νησίδα που αγοράστηκε κάποτε για 10 δολάρια, και τα πέριξ αυτής, και γι' αυτό ορισμένοι από εμάς ταραχτήκαμε συθέμελα όταν συνταράχτηκε η αγαπημένη πόλη πριν δέκα σχεδόν χρόνια. Ανέφερα κάτι σχετικό και απολύτως παρεμπίπτον στην Ελεγεία, δε νομίζω ότι το πήρε χαμπάρι κανείς, δεν περίμενα να αφορά κανέναν άλλον εκτός από μένα, δεν προοριζόταν για κανέναν άλλον, εκτός από μένα, ήταν και πρόσφατο...


Είναι μια πόλη που χωράει σε μικρή έκταση την οικουμένη. Που έφτιαξε ένα πάρκο απ' το τίποτα και του έχτισε και κάστρο και του έδωσε και λίμνη και ένα boat house που πήγαν first date η Carrie και ο Mr. Big και ήπιαμε κι εμείς ένα κρασί το απόγευμα, αφού περπατήσαμε όλο το πάρκο, αφού βρεθήκαμε απ' το πουθενά σε ιδιωτική ξενάγηση στο The Met, αλλέως πως The Metropolitan Museum of Art, που ναι, φιλοξενεί και αντίγραφα και αγνώστου προελεύσεως, όπως και πολλά άλλα μουσεία, που δεν τα κράζουμε εξίσου, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία που θα την πούμε μια άλλη φορά, όπως λέει και προσφιλής συγγραφεύς. Και μιας και μιλάμε για μουσεία, να πάτε και στο ΜΟΜΑ, και στο Guggenheim, έργο Frank, όχι του Σινάτρα, του αλλουνού, του αρχιτέκτονος, Loving Frank το βιβλίο που περιγράφει την ιστορία του μεγάλου, πλην παράνομου έρωτά του, και το τραγικό τέλος.



Είναι μια πόλη που δε σ' αφήνει να ησυχάσεις και δεν την αφήνεις ήσυχη. Που πας, ας πούμε για sushi και μια συναυλία των Γάλλων Herman Dunne στο Brooklyn και επιστρέφεις, κι εκεί που λες, μα είμαι τόσο πλήρης, βλέπεις το Manhattan από απέναντι και λες, Θεέ, πόση ομορφιά.


Κι επειδή, γνωστό πια, ελπίζω τουλάχιστον, κριτήριό μας η ομορφιά και δεν εξηγούμεθα, δεν απολογούμεθα, οι μη κατέχοντες ας ανοίξουν το κεφάλι τους επιτέλους, ω κόσμε, αυτό που ποτέ δε θα καταλάβω, είναι πως αυτοί οι παίδες καταδέχτηκαν να τινάξουν στον αέρα τόση ομορφιά, πόση απελπισία, πόσο αδιέξοδο, ποτέ μη φτάσουμε, ποτέ. Και πόσο επίκαιρο, αυτές τις μέρες δικάζονται κάποιοι. Oh, well...Εμείς ως άλλοι ήρωες ενός Durrell, ενός Τσίρκα, ενός Χατζόπουλου εσχάτως, διάγουμε βίο μακριά από την ασκήμια του κόσμου ή τουλάχιστον προσπαθούμε με ώτα ερμητικά κλειστά σε ρυπογόνα ακούσματα.


Η Νέα Υόρκη: το Highline Park, ήτοι αποσυρθείσα υπέργεια σιδηροδρομική γραμμή που έγινε πάρκο αντί πεδίο ρίψης μπάζων και προσελκύει παιδάκια, οικογένειες και χαρωπούς τουρίστες αντί τρόμου, αν είναι να μιλήσουμε για μία οργανική αρχιτεκτονική και για αρχιτεκτονική παιδεία, λέω εγώ τώρα...


Το Meatpacking district, παραδίπλα, εκεί που ήσαν τα παλαιά σφαγεία, τα πλακόστρωτα που στέναζαν με το αίμα των βοοειδών και είναι τώρα το Standard Hotel, η Stellla McCartney και το Spice Market του J. J. Vongerichten, να πάτε, το φαϊ λέει, εν γένει ασιατικό, χωρίς συγεκριμένη εθνική ταυτότητα, αλλά προσεγμένο, καλοσυνδυασμένο και φρεσκότατο. Κλείστε εγκαίρως, πηγαίντε νωρίς να αποφύγετε το τουριστομάνι που τρώει από τις εννιάμιση και μετά.


Το αγαπημένο West Village, εστία στο τελευταίο ταξίδι, μια ταράτσα με θέα το Empire State Building κι απ΄την άλλη το ποτάμι, τον ποταμό Hudson, σύνορο Νέας Υόρκης και New Jersey. Και ο περίπατος στο ποτάμι, πρωί Δευτέρας που η πόλη ξυπνάει να πάει στη δουλειά, κι εσύ περιπατείς αμέριμνη γιατί, ω σπάνια στιγμή, δε βρίσκεσαι εκεί για δουλειά! Και στο βάθος το Άγαλμα της Ελευθερίας, στο πολύ βάθος όμως, μα ποτέ να μην έχω πάει στο νησάκι του να το δω από κοντά, νεξτ τάιμ!

Τώρα, ας τα μαζέψω λίγο, που δε μαζεύονται, να καταλήξω στο που θα φάτε, που θα πιείτε. Παντού είναι η απάντηση και τα πάντα: Εκτός από το Spice market, Pastis, ιδιαίτερα γνωστό, απέναντι, δεν πρόλαβα, δεν έχω άποψη, Casa, West Village, βραζιλιάνικο, θα φάτε θεϊκό φαΐ, θα πιείτε την ωραιότερη καϊπιρίνια έβερ, θαμώνες σχεδόν αποκλειστικά Βραζιλιάνοι, μικρό, cozy, απλό, λιτό κι απέριττο, κλείστε από πριν, γιατί είναι πολύ μικρό και το θέλουν όλοι, όσο και σεις.

Sushi tapas bar στο Brooklyn, Bozu inc., ξέρω ακούγεται αηδία, τι σούσι, τι τάπας, αλλά είναι εξαιρετικό, κι αυτό ακριβώς που λέει: όχι σκληροπυρηνικό σούσι, εμείς οι οπαδοί του σασίμι ας κλαίμε, αλλά εξαιρετικό φαγητό εμπνευσμένο από το σούσι και ωραιότατα πολλά σάκε, σερβιρισμένα στη σωστή θερμοκρασία.

Magnolia bakery, διάφορα παραρτήματα σε διάφορα σημεία της πόλης, cupcakes, με ενημέρωσαν ότι τέρμα τα ντόνατς, τέρμα τα κούκις, those in the know τρελαίνονται για cupcakes, δεν τα δοκίμασα, πόσο να φάω πια;

Murray's bagels, η μόνη μου παρηγοριά στο ταξίδι του γυρισμού, ιδιαίτερα κουραστικό και άβολο ταξίδι, ιδιαίτερα γευστικό και αλησμόνητο bagel, ιδιαίτερα αρωματικό cream cheese. Οι ουρές και στα cupcakes και στα bagels έφταναν μέχρι τη γωνία του πεζοδρομίου.

Ένα μεξικάνικο hole-in-the-wall, Tortilla Flats, τέλειο bloody mary, πείτε όχι στα νάτσος, περιοριστείτε σε τορτίγια τσιπς, σάλσα και θεϊκή γκουακαμόλε ολόφρεσκια.

Να πιείτε στο White Horse, επίσης στο Village, όπως και τα παραπάνω, διάσημο για τους Ντίλαν του: Ντίλαν Τόμας και Μπομπ Ντίλαν, δεν τρελάθηκα ποτέ για κανέναν από τους δύο, πήγα ωστόσο, στο δρόμο μου ήταν, γιατί όχι;

Θα σταματήσω, χωρίς να έχω πει ούτε το ένα εκατοστό. Ας πούμε την πρόσκληση σε μία λέσχη γραφής στο Upper East Side και τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις που προέκυψαν, καθώς και η επίσκεψη στο Met, έτσι όπως πρέπει να προκύπτουν τα πράγματα, αβίαστα, φυσικά, όμορφα και κυρίως αναπάντεχα. Ή το cocktail party στο Upper East Side και το ινδικό που ακολούθησε, επίσης αβίαστα, επίσης φυσικά, και με πολύ γέλιο.

Άκουσα πολλές μουσικές, διάβασα δε Ε. Μ. Φόρστερ, Πέρασμα στην Ινδία, άσχετο και Β. Γουλφ, Mrs. Dalloway, επίσης...

Ακολουθεί κάτι διαφορετικό, ωδή στο φθινόπωρο καθώς φθίνοντας δίνει τη θέση του στο χειμώνα και σε καινά ταξίδια.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

HIT THE ROAD



...ελπίζω βέβαια να επιστρέψω, εν αντιθέσει με την αποτροπή του άσματος στο οποίο παραπέμπει ο τίτλος.
Τον χτύπησα το δρόμο και με έδειρε αλύπητα. Διεσχίσθη ο Ατλαντικός, σώα και αβλαβής, με ολίγες αναταράξεις πάνω από τους αρκτικούς πάγους, προκαλεί αναταράξεις ο πάγος; Άβυσσος ο πάγος.

Βανκούβερ, όχι η πόλη, το αεροδρόμιο, που είναι, λέει, αλλού απ' την πόλη, την οποία εν πάση περιπτώσει δεν είδα και δεν προβλέπεται να δω - πάει ο μικρός αδελφός φαντάρος και καλό είναι να ξεσκονίσω τη φανταρική μου ορολογία για παν ενδεχόμενο, είναι και τα διαβάσματά μου σήμερα πολεμικά, βλ. παρακάτω.





Είμαι στο Langley, προάστιο του Βανκούβερ, λέει το Διαδίκτυο και άλλα ανακριβή. Είναι πολίχνη. Όταν δε αντίκρυσα McDonald's απέναντι απ΄ το ξενοδοχείο μου, σκιάχτηκα, αλλά ευτυχώς το ξεπέρασα. Βρέχει και για μας που ζούμε στην Αθήνα, που ζήσαμε έναν Οκτώβριο στην Αθήνα, σιγά τη βροχή. Έχει και δέντρα απ' αυτά που το φθινόπωρο γίνονται πολύχρωμα και συρρέουν τα πλήθη στις άκρες της εθνικής να τα δουν, foliage για τους ομιλούντες την αγγλική.

Το πανεπιστήμιο έχει χώρο, πολύ χώρο, πράσινο, πολύ πράσινο, και ησυχία, πολλή ησυχία. Και βροχή, πολλή βροχή. Η βροχή δε σταμάτησε παρά μόνο το Σάββατο το πρωί που έφυγα για το αεροδρόμιο ξανά - μιάμιση ωρα διαδρομή και τα γυαλιά ηλίου στον πάτο της βαλίτσας. Αυτή η ταλαίπωρη ανάρτηση γράφεται σε επεισόδια μεταξύ δύο χωρών, τριών αεροδρομίων, τριών ημερών, ενός νέτμπουκ που τα έχει παίξει και με πολλή προσπάθεια καθώς με έχει παρασύρει ο στρόβιλος που λέγεται Νέα Υόρκη.

Διάβασα δύο βιβλία εκεί που διέσχιζα, γιατί το σύστημα ήχου της δικής μου θέσης, ναι, My middle name is Murphy, ήταν χαλασμένο κι έτσι έχασα την ευκαιρία που τόσο λαχτάρησα να δω Νύχτα στο Μουσείο ΙΙ, My life in ruins και Illuminati, αλλά και ένα Bollywood και να μην καταλάβω πως έφτασα. Το παρακατάλαβα, πιστέψτε με. Πόση βαρεμάρα, μες στην καρδιά μου μόνο πλήξη, για να παραφράσω τους κλασικούς.

Το Langley δεν είναι αυτό που λέμε συναρπαστική πόλη, βλ. Νέα Υόρκη - θα δεις σε λίγο, μπάστα, δεν προλαβαίνω να σε εξυπηρετήσω στην παρούσα ανάρτηση. Έχει φυσικό κάλλος, όπως προείπτα, δεν έχει δρόμους να περπατούν οι πεζοί, εκτός κι αν είσαι πειραγμένος και περπατάς στο πλάι του highway, κακή ιδέα, πιστέψτε με, αλλά θέλαμε να ξεμουδιάσουμε.

Έχει ένα μέρος της πόλης, το "ιστορικό κέντρο" ας πούμε, που το λένε Fort Langley και εκεί παίζουν παμπς, εστιατόρια και μαγαζιά για να ψωνίσεις ό,τι ή σχεδόν ό,τι θες. Δεν ψώνισα, ήπια και έφαγα. Το φαγητό δεν είναι το δυνατό τους σημείο, για να το θέσω κομψά, συμπαθητικά ήταν, αλλά δεν εκστασιάστηκα κιόλας. Τώρα βέβαια η αλήθεια είναι ότι η σύγκριση γίνεται με τη Νέα Υόρκη και αδικείται κατά τι το Langley, αλλά πώς να είναι κανείς δίκαιος;

Τελευταίο για Καναδά: πρώτη φορά πήγα ΗΠΑ από Καναδά, και πρώτη φορά Καναδά γενικώς δηλ. Στο αεροδρόμιο, λοιπόν, του Βανκούβερ, περνάς απέναντι κανονικά. Δηλ. περνάς immigration, περνάς customs, και από ένα σημείο και μετά ΜΕΣΑ στο αεροδρόμιο που βρίσκεται ΜΕΣΑ σε καναδικό έδαφος, είσαι στις ΗΠΑ. Συμπαθώ αρκετά το σουρεαλισμό ώστε να εκτιμώ τις εκδηλώσεις του όταν μου προκύπτουν. Καλημέρα σας!


Διάβασα λοιπόν Χατζόπουλο, Εν μέρει ελληνίζων και Γκουρογιάννη, Κόκκινο στην πράσινη γραμμή. Τα συστήνω για όσους ενδιαφέρονται για το κυπριακό, σε όλες τις φάσεις και τις πτυχές του. Γραφή εντελώς διαφορετική, ανασύσταση δύο διαφορετικών κόσμων, και οι δύο θα δώσουν διαλέξεις στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, αν σας βγάλει ο δρόμος, λέω να πάτε.

Άκουσα Μαλαματένια Λόγια, μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, ερμηνεία Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Λιζέττα Καλημέρη και Δημήτρης Υφαντής, εξίμιση το πρωί στο ΕλΒενιζέλος, που αλλού, σε φάση που άνοιξα ραδιόφωνο και είπα να ακούσω κάτι που να μη θέλω να το αλλάξω. Και συνέβη.

Και κάτι άλλο, Να 'μαστε πάλι εδώ Αντρέα, που το θυμάμαι κάθε φορά που φτάνω στας Αμερικάς. Κατά το "οι δρόμοι τρέχουν χιαστί" και το "παρά σε βάζο περιωπής". Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης μουσική: Ανδρέας Μικρούτσικος, ερμηνείες δικές τους.